Michael Curtiz
Δουλεύοντας στο Χόλλιγουντ


 
 

Ο δημιουργός της Casablanca, Μάικλ Κερτίζ (Michael Curtiz), γεννήθηκε το 1888, στην Ουγγαρία. Σπούδασε στην Βασιλική Ακαδημία της Ουγγαρίας, εργάστηκε για λίγο ως ηθοποιός αλλά σύντομα άρχισε να σκηνοθετεί στο θέατρο και έπειτα στον κινηματογράφο. Είχε ήδη γυρίσει 62 βωβές ταινίες στην Ευρώπη, όταν έφυγε για την Αμερική το 1926, κατευθείαν για το στούντιο της Ουόρντερ.
Ο Κερτίζ ήταν αξιόπιστος σκηνοθέτης και το στούντιο του ανέθεσε μια πληθώρα ταινιών. Τα έργα του, τις δεκαετίες ’30 και ’40, κάλυπταν σχεδόν κάθε είδος ταινίας, με αποκορύφωμα το αριστούργημά του, Casablanca, που έγινε μια από τις πιο κλασικές ρομαντικές ταινίες στην ιστορία του σινεμά.
Δούλεψε με σπουδαίους ηθοποιούς και ήταν πολύ ικανός να τους κατευθύνει, καθώς 10 από τους ηθοποιούς με τους οποίους συνεργάστηκε λάβανε υποψηφιότητα για Όσκαρ: Πολ Μιούνι, Τζον Γκάρφιλντ, Τζέιμς Κάγκνεϊ, Ουόλτερ Χιούστον, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Κλοντ Ρέινς, Τζόαν Κρόφορντ, Ανν Μπλάιθ, Ιβ Άρντεν, Γουίλιαμ Πάουελ ενώ οι 2 από αυτούς (ο Κάγκνεϊ και η Κρόφορντ) τιμήθηκαν με Όσκαρ για ερμηνείες σε ταινίες του.
Αν και εκατομμύρια κόσμος έχει ευχαριστηθεί τις ταινίες του όλα αυτά τα χρόνια, ο Κερτίζ θεωρείται ένας από τους υποτιμημένους σκηνοθέτες. Όμως, ο Κερτίζ αποτέλεσε μια σταθερή αξία στο Χόλλυγουντ, καθώς ήταν εργατικός και επαγγελματίας, και μεταξύ ’30-’40, σκηνοθέτησε περισσότερες ταινίες από οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη στο Χόλλυγουντ. Είχε αποκτήσει τεράστια εμπειρία κατευθύνοντας μια τεράστια γκάμα ηθοποιών, πολύ διαφορετικών μεταξύ τους. Με τις ταινίες του, βοήθησε να υπάρχει πάντα δουλειά, να επιβιώνουν πολλοί ηθοποιοί ανάμεσα στις «μεγάλες» ταινίες τους και να καθιερώνονται στη μνήμη του κοινού. Όπως είπε ο διάσημος θεωρητικός και κριτικός Άντριου Σάρις: «Σκηνοθέτησε πολλές από τις «βιοποριστικές» ταινίες της Μπέτι Ντέιβις, μοιράστηκε τον κύκλο ταινιών του Έρολ Φλιν με τον Ραούλ Ουόλς, οδήγησε τον Κάγκνεϊ και την Κρόφορντ σε Όσκαρ, βοήθησε τις αδελφές Λέινς να τα βγάλουν πέρα την εποχή της οικονομικής ύφεσης. Συνέβαλε στο να προβληθούν οι αξιομνημόνευτες αναρχικές προσωπικότητες των Κάγκνεϊ, Μπόγκαρτ, Γκάρφιλντ και Μιούνι, με ενδιάμεσες ταινίες, όχι τόσο αξιομνημόνευτες».
Το αριστούργημά του, η Casablanca, θεωρείται η πιο ευτυχής στιγμή της καριέρας του, η πιο τυχερή σκηνοθετική του συγκυρία, καθώς εκεί όλα φάνηκαν να «δένουν» με έναν μαγικό τρόπο. Όμως, αν κοιτάξουμε το φιλμ καλύτερα, θα δούμε ότι τίποτα δεν ήταν θέμα τύχης ή σύμπτωσης, για έναν τόσο πεπειραμένο σκηνοθέτη. Ήταν η πιο ώριμη στιγμή μιας μακροχρόνιας καριέρας, που χαρακτηριζόταν από ικανότητα και επαγγελματική ευσυνειδησία.
Είναι γνωστό ότι το κείμενο διαμορφώθηκε με την συνδρομή πολλών σεναριογράφων, που έφτιαξαν αξεπέραστους διαλόγους και ένα από τα επιτυχημένα σενάρια που έγιναν ποτέ, το οποίο τιμήθηκε με Όσκαρ. Είναι επίσης γνωστό, ότι το σενάριο δουλευόταν και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ώστε να προκύψει το πιο άρτιο και εμπνευσμένο αποτέλεσμα, που να ταίριαζε ρεαλιστικά στα αδιέξοδα των ηρώων. Η ταινία χαρακτηρίζεται από την αβεβαιότητα που αποπνέουν τα πλάνα της, και ακόμα περισσότερο, από την αγωνία και την ανασφάλεια στα μάτια της Μπέργκμαν, η οποία μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν ήξερε ποιον από τους δύο ήρωες θα ακολουθούσε τελικά η Ίλσα! Όμως, αυτή η αβεβαιότητα είναι που έδωσε τελικά τη συναρπαστική νουάρ ατμόσφαιρα που καθηλώνει τους θεατές.
Εκτός από την Casablanca, το έργο του περιλαμβάνει πολλές αξιόλογες ταινίες όπως: Κερένιες μάσκες (1933), 20.000 χρόνια στο Σιγκ-Σιγκ (1933), Η επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας (1936), Ο Ρομπέν των δασών (1938), Κολασμένες ψυχές (1938), Θύελλα σε μητρική καρδιά (1945), Δεν είμαστε άγγελοι (1955) και πολλές ακόμα.
Τη δεκαετία του ’50 ο πολυγραφότατος Κερτίζ συνέχισε να γυρίζει ταινίες, οι περισσότερες ευχάριστες οικογενειακές ταινίες, απ’ όπου θυμόμαστε περισσότερο το μιούζικαλ «Λευκά Χριστούγεννα», με το ομώνυμο κλασικό τραγούδι.
Πέθανε το 1962, έχοντας γυρίσει συνολικά 173 ταινίες, ανάμεσά τους, την πιο κλασική αμερικάνικη ταινία όλων των εποχών.

.(πηγή δελτίο τύπου)