Max Ophuls
|
||
«O
Οphuls έδειξε τη σκληρότητα της ηδονής, τις δοκιμασίες της αγάπης...» Ο σκηνοθέτης Max Ophuls (Max Oppenheimer) γεννήθηκε το
1902 στο Sarrebruck της Γερμανίας και η οικογένεια του ήταν βιομήχανοι.
Αρνήθηκε να συνεχίσει την οικογενειακή επαγγελματική παράδοση και αρχικά
ασχολήθηκε με την κριτική του θεάτρου και αργότερα με την σκηνοθεσία.
Μετά από 10ετή επιτυχημένη απασχόληση και έχοντας ήδη αναγνωριστεί ως
ένας από του πιο σημαντικούς θεατρικούς σκηνοθέτες της Γερμανίας (σκηνοθέτησε
μεταξύ άλλων και έργα των Shakespeare, Moliere, Schiller, Bernard-Shaw,
Verdi κ.α), ο Ophuls στράφηκε στον κινηματογράφο, ακριβώς την εποχή που
εμφανιζόταν ο ομιλών κινηματογράφος. Ως μεγάλος σκηνοθέτης, ο δημιουργός Μαξ Οφίλς είχε σταθερές εμμονές, και στο περιεχόμενο και στη φόρμα των ταινιών του. Ένας από τους ελάχιστους άνδρες φεμινιστές της δεκαετίας του ’40, υπερτόνιζε τη γυναικεία χειραφέτηση, την ομορφιά, δύναμη και ικανότητα του ασθενούς φύλου. Με την ίδια λογική, στις ταινίες του που πραγματεύονται τη διαμάχη δύο αντρών, το σίγουρο είναι ότι θα κερδίσει ο πιο αδύναμος. Από την άλλη πλευρά, η απόλαυση του Οφίλς στο γύρισμα ήταν η όσο πιο απαιτητική, τεχνικά, σκηνοθεσία: η βελούδινή κίνηση της κάμεράς του είναι, πάντα, αποτέλεσμα σύνθετων γυρισμάτων με γερανό ή εκτεταμένων τράβελινγκ, το σήμα κατατεθέν του Οφίλς, από το οποίο εμπνεύστηκε το ύφος του ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ στις αρχές της καριέρας του. Η γυναίκα στο σινεμά του Οφίλς, ερωτευμένη με τον έρωτα και κυριαρχημένη από το πάθος και τον πόθο, προκαλεί την μοίρα της, σ έναν αναίσθητο ανδροκρατούμενο κόσμο, για να συντριβεί τελικά κάτω από το βάρος της ψευδαίσθησης και της απάτης.(...) Χρησιμοποιώντας εκπληκτικά το θεατρικό του οπλοστάσιο, ο ποιητής του ψεύδους Μαξ Οφίλς μ' ένα μελοδραματικό, πληθωρικό -σχεδόν μπαρόκ- κινηματογραφικό ύφος, μετατρέπει τον κόσμο των ηρώων του σ ένα τεράστιο παλκοσένικο, πάνω στο οποίο οι ηδονές και οι απολαύσεις της ζωής χορεύουν αγκαλιά με την μοναξιά και τον θάνατο Σχετικά με το στυλ του Max Ophuls ο Francois Truffaut, σε μια κριτική του σημειώνει: «Υπάρχουν δύο είδη σκηνοθετών. Αυτοί που λένε πως το να κάνεις μία ταινία είναι πολύ δύσκολο και αυτοί που υποστηρίζουν ότι είναι πολύ εύκολο. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να κάνεις ό,τι σου έρχεται στο μυαλό και να περνάς καλά κάνοντάς το. Ο Μαξ Οφίλς ανήκει στη δεύτερη ομάδα. Αλλά, αφού προτιμούσε να μιλάει περισσότερο για τον Γκαίτε και τον Μότσαρτ, οι προθέσεις του παραμένουν ένα μυστήριο και το στυλ του παραμένει ακατανόητο» (απο το βιβλίο «Οι Ταινίες Της Ζωής Μου»). Ο Chris Fujiwara σ’ ένα κείμενο του σημειώνει σχετικά με την σκηνοθετική ταυτότητα του Max Ophuls: «Πέρα απ’ όλα οι ταινίες του έχουν στυλ. Ο όρος «στυλίστας» ορισμένες φόρες χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ικανό "ντεκορατέρ" που καλύπτει έτσι την απουσία νοήματος. Αντίθετα το στυλ του Ophuls παράγει νόημα. Η κάμερα του δονείται, χορεύει ακολουθεί τους ανθρώπους μέσα στα δωμάτια, πάνω και κάτω στις σκάλες. Κατά την διάρκεια της λήψης έχουμε επιτάχυνση και επιβράδυνση, ακολουθεί μια ηθοποιό με επιμονή και μετά με απαλότητα την αφήνει να φύγει». Και συνεχίζει «Οι περισσότερες ταινίες του έχουν ως κεντρικούς χαρακτήρες γυναίκες και επικεντρώνονται στο πως οι γυναίκες δείχνουν, πως ελέγχουν την εικόνα τους, οι πως εξαναγκάζονται να υιοθετήσουν μια εικόνα που τους καταπιέζει. (…) Κινηματογραφώντας πίσω από παράθυρα, κουρτίνες, δικτυωτά ο Ophuls μας θυμίζει την απόστασή μας από τους χαρακτήρες, μια απόσταση που τους δίνει βάθος. Τα σκηνικά του είναι περίτεχνες πίστες με εμπόδια.» [βασίζεται σε κείμενο από τον κατάλογο του Φεστιβάλ Locarno 1997 και σε δελτία τύπου]
|
Madame de
|