Max Ophuls
Σινεμά και στυλ


 
 

«O Οphuls έδειξε τη σκληρότητα της ηδονής, τις δοκιμασίες της αγάπης...»
Francois Truffaut

Ο σκηνοθέτης Max Ophuls (Max Oppenheimer) γεννήθηκε το 1902 στο Sarrebruck της Γερμανίας και η οικογένεια του ήταν βιομήχανοι. Αρνήθηκε να συνεχίσει την οικογενειακή επαγγελματική παράδοση και αρχικά ασχολήθηκε με την κριτική του θεάτρου και αργότερα με την σκηνοθεσία. Μετά από 10ετή επιτυχημένη απασχόληση και έχοντας ήδη αναγνωριστεί ως ένας από του πιο σημαντικούς θεατρικούς σκηνοθέτες της Γερμανίας (σκηνοθέτησε μεταξύ άλλων και έργα των Shakespeare, Moliere, Schiller, Bernard-Shaw, Verdi κ.α), ο Ophuls στράφηκε στον κινηματογράφο, ακριβώς την εποχή που εμφανιζόταν ο ομιλών κινηματογράφος.
Αμέσως έγιναν εμφανείς οι σκηνοθετικές του ικανότητες στην ταινία Die verkaufte Braut (1932), μια κινηματογραφική διασκευή της όπερας του Smetana. Η ταινία όμως που χαρακτηρίζει αυτή την αρχική περίοδο της καριέρας του είναι το Liebelei (1932), η οποία βασίζεται σ’ ένα έργο του Schnitzler που παρουσιάζει την σκοτεινή πλευρά της βιεννέζικης κοινωνίας στην αλλαγή του αιώνα.
Αναγκασμένος να εγκαταλείψει την Γερμανία λόγω της εβραϊκής του καταγωγής (το ναζιστικό κόμμα ήταν πλέον στην εξουσία) ο Ophuls μετανάστευσε το 1933 στην Γαλλία όπου συνάντησε όχι λίγα προβλήματα. Ίσως η πιο αξιομνημόνευτη προπολεμική ταινία της γαλλικής του περιόδου είναι το Le roman du jeune Werther (1938) που βασίζεται σ’ ένα από τα πιο γνωστά έργα του Goethe, στην οποία το τραγικό στοιχείο γίνεται σιγά- σιγά εμφανές καθώς η δράση ξεδιπλώνεται.
Το 1940 παρόλη την γαλλική του υπηκοότητα που πήρε και ενώ οι ναζί κατευθυνόταν στην Γαλλία, ο Ophuls μετανάστευσε για δεύτερη φορά. Προορισμός του αυτήν την φορά το Χόλιγουντ όπου προσπάθησε να έρθεί σε συνδιαλλαγή μ’ ένα σύστημα παραγωγής που δεν ταίριαζε στην μέθοδο εργασίας του. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μείνει ανενεργός μέχρι και το 1947, οπότε και άρχισε πάλι να σκηνοθετεί με τακτικότητα. Ο άνθρωπος που τον στήριξε και τον εισήγαγε στις ταινίες του Χόλυγουντ, δεν ήταν άλλος από τον μεγάλο του θαυμαστή, τον σκηνοθέτη Πρέστον Στάρτζες.
Σ’ αυτήν την περίοδο συγκαταλέγονται και ταινίες που θεωρούνται από τις από καλύτερες του όπως τα φιλμ νουάρ The Exile (1947), Letter from an Unknown Woman (1948) Caught (1949) και The Reckless Moment (1949). Ο Ophuls επέστρεψε τελικά στην Γαλλία όπου μπόρεσε να εκφράσει ανεπηρέαστος από οποιαδήποτε παρεμβολή την σκηνοθετική του μεγαλοφυΐα σε ταινίες όπως La Ronde (1950), πάλι διασκευή από έργο του Arthur Schnitzler, Le plaisir (1952) και Madame de (1953). Σ’ αυτές ο Ophuls πετυχαίνει την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στο κλασικό και το μπαρόκ, εκφράζοντας το όραμα του για την ανθρώπινη κατάσταση ως κάτι που ταυτόχρονα είναι βαθιά τραγικό αλλά και τρομακτικά επιφανειακό. Η καριέρα του τελειώνει πρόωρα με την ταινία Lola Montes (1955), ένα αβαν-γκαρντ αριστούργημα εκπληκτικής τολμηρότητας όσον αφορά την χρήση του χρώματος και του CinemaScope. Δύο χρόνια αργότερα ο Ophuls πεθαίνει.

Ως μεγάλος σκηνοθέτης, ο δημιουργός Μαξ Οφίλς είχε σταθερές εμμονές, και στο περιεχόμενο και στη φόρμα των ταινιών του. Ένας από τους ελάχιστους άνδρες φεμινιστές της δεκαετίας του ’40, υπερτόνιζε τη γυναικεία χειραφέτηση, την ομορφιά, δύναμη και ικανότητα του ασθενούς φύλου. Με την ίδια λογική, στις ταινίες του που πραγματεύονται τη διαμάχη δύο αντρών, το σίγουρο είναι ότι θα κερδίσει ο πιο αδύναμος. Από την άλλη πλευρά, η απόλαυση του Οφίλς στο γύρισμα ήταν η όσο πιο απαιτητική, τεχνικά, σκηνοθεσία: η βελούδινή κίνηση της κάμεράς του είναι, πάντα, αποτέλεσμα σύνθετων γυρισμάτων με γερανό ή εκτεταμένων τράβελινγκ, το σήμα κατατεθέν του Οφίλς, από το οποίο εμπνεύστηκε το ύφος του ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ στις αρχές της καριέρας του.

Η γυναίκα στο σινεμά του Οφίλς, ερωτευμένη με τον έρωτα και κυριαρχημένη από το πάθος και τον πόθο, προκαλεί την μοίρα της, σ έναν αναίσθητο ανδροκρατούμενο κόσμο, για να συντριβεί τελικά κάτω από το βάρος της ψευδαίσθησης και της απάτης.(...) Χρησιμοποιώντας εκπληκτικά το θεατρικό του οπλοστάσιο, ο ποιητής του ψεύδους Μαξ Οφίλς μ' ένα μελοδραματικό, πληθωρικό -σχεδόν μπαρόκ- κινηματογραφικό ύφος, μετατρέπει τον κόσμο των ηρώων του σ ένα τεράστιο παλκοσένικο, πάνω στο οποίο οι ηδονές και οι απολαύσεις της ζωής χορεύουν αγκαλιά με την μοναξιά και τον θάνατο

Σχετικά με το στυλ του Max Ophuls ο Francois Truffaut, σε μια κριτική του σημειώνει: «Υπάρχουν δύο είδη σκηνοθετών. Αυτοί που λένε πως το να κάνεις μία ταινία είναι πολύ δύσκολο και αυτοί που υποστηρίζουν ότι είναι πολύ εύκολο. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να κάνεις ό,τι σου έρχεται στο μυαλό και να περνάς καλά κάνοντάς το. Ο Μαξ Οφίλς ανήκει στη δεύτερη ομάδα. Αλλά, αφού προτιμούσε να μιλάει περισσότερο για τον Γκαίτε και τον Μότσαρτ, οι προθέσεις του παραμένουν ένα μυστήριο και το στυλ του παραμένει ακατανόητο» (απο το βιβλίο «Οι Ταινίες Της Ζωής Μου»). Ο Chris Fujiwara σ’ ένα κείμενο του σημειώνει σχετικά με την σκηνοθετική ταυτότητα του Max Ophuls: «Πέρα απ’ όλα οι ταινίες του έχουν στυλ. Ο όρος «στυλίστας» ορισμένες φόρες χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ικανό "ντεκορατέρ" που καλύπτει έτσι την απουσία νοήματος. Αντίθετα το στυλ του Ophuls παράγει νόημα. Η κάμερα του δονείται, χορεύει ακολουθεί τους ανθρώπους μέσα στα δωμάτια, πάνω και κάτω στις σκάλες. Κατά την διάρκεια της λήψης έχουμε επιτάχυνση και επιβράδυνση, ακολουθεί μια ηθοποιό με επιμονή και μετά με απαλότητα την αφήνει να φύγει». Και συνεχίζει «Οι περισσότερες ταινίες του έχουν ως κεντρικούς χαρακτήρες γυναίκες και επικεντρώνονται στο πως οι γυναίκες δείχνουν, πως ελέγχουν την εικόνα τους, οι πως εξαναγκάζονται να υιοθετήσουν μια εικόνα που τους καταπιέζει. (…) Κινηματογραφώντας πίσω από παράθυρα, κουρτίνες, δικτυωτά ο Ophuls μας θυμίζει την απόστασή μας από τους χαρακτήρες, μια απόσταση που τους δίνει βάθος. Τα σκηνικά του είναι περίτεχνες πίστες με εμπόδια.»

[βασίζεται σε κείμενο από τον κατάλογο του Φεστιβάλ Locarno 1997 και σε δελτία τύπου]

 

 


Le plaisir

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Letter from an Unknown Woman

 

 

 

 

Madame de

 

 

 

 

 


Madame de