|
Γεννημένος στην
Πισα της κεντρικής Ιταλίας στις 19 Νοεμβρίου του 1919, ο Gillo ήταν γιος
ενός ευκατάστατου εβραίου επιχειρηματία και αδελφός του διακεκριμένου
φυσικού Βruno Pontecorvo.
Διακρίνεται στη χημεία κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο πανεπιστήμιο
της Πισας. Εκεί για πρώτη φορά αντιλαμβάνεται τις πολιτικές αντιπαραθέσεις,
όταν έρχεται σε επαφή με αριστερούς φοιτητές και καθηγητές. Το 1938, λίγο
μετά την αποφοίτηση του και αντιμετωπίζοντας τον αυξανόμενο αντισημιτισμό,
μετακομίζει στη Γαλλία όπου εργάζεται ως ανταποκριτής των Ιταλικών εφημερίδων
La Republica και Paese Sera. Παράλληλα εργάζεται και ως καθηγητής τένις.
Στο Παρίσι έρχεται σε επαφή με τον κόσμο του κινηματογράφου και ξεκινά
να γυρνάει μικρά ντοκιμαντέρ. Γίνεται βοηθός του Joris Ivens, γνωστού
ντοκιμαντερίστα και Μαρξιστή. Ο Pontecorvo αρχίζει να συναναστρέφεται
με κόσμο που διευρύνει τους ορίζοντες του, μεταξύ των οποίων, ο Πάμπλο
Πικάσο, ο Ιγκόρ Στραβίνσκι και ο Ζαν-Πολ Σαρτρ.
Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου ο Pontecorvo αναπτύσσει τα πολιτικά
του πιστεύω. Επηρεάζεται ιδιαίτερα όταν πολλοί φίλοι του από το Παρίσι
πηγαίνουν στην Ισπανία για να πολεμήσουν στον Εμφύλιο Πόλεμο. Το 1948
γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας. Ο ίδιος συνήθιζε
να λέει: “Δεν είμαι ένας καθ’ αυτού επαναστάτης. Είμαι απλός ένας
άνθρωπος της Αριστεράς, όπως πολλοί Ιταλοεβραίοι”.
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την επιστροφή του στην Ιταλία, αφήνει
τη δημοσιογραφία για τον κινηματογράφο, αφού βλέπει το "Paisa"
του Rossellini. Γυρίζει πολλά ντοκιμαντέρ, τα οποία χρηματοδοτεί μόνος
του. Το 1957 γυρίζει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το “The
Wide Blue Road”. Από εκεί μπορούμε ήδη να διακρίνουμε την σκηνοθετική
ωριμότητα που τον χαρακτηρίζει στις επόμενες ταινίες του. Η ταινία βραβεύεται
στο Karlovy Vary International Film Festival.
O Pontecorvo ξοδεύει μήνες και μερικές φορές χρόνια,
προκειμένου να μαζέψει το υλικό χρειάζεται για τις ταινίες του. Τα επόμενα
δυο χρόνια ετοιμάζει το Kapo, ένα δράμα που εκτυλίσσετε σε ένα
ναζιστικό στρατόπεδο. Το 1961 είναι υποψήφιος για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης
Ταινίας.
Η μάχη του Αλγερίου (La Battaglia di Algeri) είναι αριστούργημα
Pontecorvo και θεωρείται ευρέως ως μία από τις καλύτερες ταινίες του είδους.
Η απεικόνιση της αλγερινής αντίστασης, ακολουθεί τα χνάρια νεορεαλιστών
πρωτοπόρων δημιουργών, όπως ο de Santis και ο Rossellini. Ο Pontecorvo
σαφώς διάβαζε Frantz Fanon την εποχή που γύρισε τη Μάχη του Αλγερίου,
μιας και οι αντιλήψεις του αντανακλώνται στην ταινία, αν και σε απλοποιημένη
μορφή.
Το αριστούργημα του, καταφέρνει να προβληθεί ευρύτατα στις Ηνωμένες Πολιτείες
και είναι υποψήφιο για δύο Όσκαρ, σκηνοθεσίας και πρωτότυπου σεναρίου.
Η ταινία ήταν και παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής στην Αλγερία, παρέχοντας
μια λαϊκή μνήμη στον αγώνα για ανεξαρτησία.
Το επόμενο μεγάλο έργο του είναι το “Burn!”(1969), στο οποίο
πρωταγωνιστεί ο Marlon Brando και έχει σαν θέμα την πάλι την αποικιοκρατία,
αυτή τη φορά στις Αντίλλες. Συνεχίζει να γυρίζει άκρως πολιτικές ταινίες
και ντοκιμαντέρ και το 1992 αντικαθιστά τον Guglielmo Biraghi ως διευθυντής
του Φεστιβάλ Βενετίας, το οποίο διευθύνει για τις τρεις επόμενες χρονιές.
Το 2006 πεθαίνει από καρδιακή ανεπάρκεια στη Ρώμη σε ηλικία 86 ετών.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)
|
Gillo Pontecorvo
|