|
Ο Δήμος
Θέος είναι μια μοναδική και μοναχική περίπτωση στο χώρο του ελληνικού
σινεμά. Με μόλις τέσσερις ταινίες στο ενεργητικό του -Κιέριον, Διαδικασία,
Καπετάν Μεϊτάνος, Ελεάτης Ξένος- κατάφερε να συγκροτήσει ένα σώμα
έργου συνεκτικό και συνεπές. Πρωτοπόρος και αιρετικός, υπηρέτησε εξ’ αρχής
ένα σινεμά δοκιμιακό, ερχόμενος σε ρήξη τόσο με το κυρίαρχο μοντέλο παραγωγής
ταινιών, όσο και με τις κυρίαρχες ιδεολογίες της μεταπολίτευσης.
Το Κιέριον παραμένει μια σημαδιακή ταινία για το ελληνικό σινεμά
τόσο για το μοντέλο παραγωγής της -είναι ένα σινεμά ανεξάρτητο –αλλά και
για τη θεματική και τη φόρμα της – είναι ένα πολιτικό σινεμά της αμφισβήτησης.
Παράλληλα είναι μια ταινία προάγγελος τους Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου.
Μετά όμως απ’ αυτήν την ταινία ο Δήμος Θέος ακολουθεί ένα δικό του, καθαρά
προσωπικό δρόμο καλλιτεχνικής έκφρασης, που δεν συναντήθηκε παρά μόνο
καθυστερημένα και όψιμα με την αναγνώριση.
O Δήμος Θέος γεννήθηκε στην Kαρδίτσα το 1935. Ζώντας στα ταραγμένα χρόνια
της ελληνικής ιστορίας επηρεάζεται έντονα από την ατμόσφαιρα της εποχής.
Ο ίδιος δηλώνει: «Σαν κάποιος που πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στην
Κατοχή και τον Εμφύλιο, φυσικό ήταν να στοιχειωθεί η μνήμη μου από τους
νεκρούς! Όλες μου οι ταινίες αναφέρονται σε νεκρούς. Τόσο οι διάσημοι
όσο και οι ανώνυμοι, οι νεκροί (εννοούνται οι ψυχές τους) ως ταξιδευτές
του άπειρου απαιτούν από τους επιζώντες να ανταποκριθούν στο πανάρχαιο
έθιμο του ενταφιασμού. Και φυσικά αυτό προσπάθησα να εκφράσω». Στις
ταινίες του συναντάμε το τραγικό να στιγματίζει τα πρόσωπα των ηρώων,
το βάρος της Iστορίας να σημαδεύει το παρόν, την Ιστορία ως ένα εργαλείο
επεξεργασίας και κατανόησης του σήμερα.
Mετά την αποφοίτηση του από τη σχολή Σταυράκου θα εργαστεί ως βοηθός σκηνοθέτης
και διευθυντής παραγωγής σε διάφορα φιλμ του εμπορικού κινηματογράφου.
Το 1963, βιώνοντας με έντονο τρόπο τις πολιτικές εξελίξεις της περιόδου
–όπου τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη- μαζί με το Φώτο
Λαμπρινό και μια μεγάλη ομάδα οπερατέρ μια «εν θερμώ», χωρίς σχέδιο γυρισμάτων
και πλάνο παραγωγής, καταγραφή των γεγονότων.
Το πλούσιο αλλά ανοικονόμητο από θεματική σκοπιά υλικό θα πάρει σχήμα
και μορφή στο μοντάζ και το τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή το εικοσάλεπτο 100
ώρες του Μάη, θεωρείται πρόδρομος του ελληνικού πολιτικού κινηματογράφου
που άνθησε στη δεκαετία του ’70. Ο ίδιος ο Θέος αναφέρει σχετικά: «Μέσα
στην αλαμπουρνέζικη κοινωνία, όπως εκείνη στις δεκαετίες 1950-1970, περίοδος
κατά την οποία ο χαζοχαρούμενος κινηματογράφος της Φίνος Φιλμ βρισκόταν
στο ζενίθ του, το φιλμ 100 ώρες του Μάη συνιστά μια εξέγερση. Ερχόταν
να θέσει τα δάχτυλα επί των τύπων των ήλων. Φυσικά η ταινία απαγορεύτηκε.
Χρειάστηκε να περάσουν κάπου δεκαπέντε χρόνια για να μπορέσει, μετά την
Μεταπολίτευση να προβληθεί στην Ελλάδα».
Στα τέλη του 1966 ο Δήμος Θέος θα ξεκινήσει τα γυρίσματα της πρώτης μεγάλου
μήκους ταινίας του, Κιέριον. Με σχεδόν μηδενικό κεφάλαιο εκκίνησης,
ένα σενάριο «εν εξελίξει», γραμμένο σε συνεργασία με τον Κώστα Σφήκα,
και διάθεση πειραματισμού (μια ελευθερία στην αφηγηματική δομή και την
κινηματογραφική φόρμα, ανάλογη με αυτήν των Ευρωπαίων κινηματογραφιστών
της εποχής), θίγει την γόρδια σχέση κράτους-παρακράτους μέσα από μια «αστυνομική»
ιστορία που παραπέμπει άμεσα στη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου
Πολκ στη Θεσσαλονίκη του 1948. Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών που εκδηλώθηκε
στη διάρκεια των γυρισμάτων ανάγκασε το Θέο να φυγαδεύσει το υλικό του
στην Ευρώπη και να ολοκληρώσει την ταινία εκεί. Tο Κιέριον –το
όνομα μιας αρχαίας πόλης της Θεσσαλίας, που ρημάχτηκε από τις λεηλασίες
και την ξενοκρατία- έλαβε παράνομα μέρος στο Φεστιβάλ Βενετίας του ΄68,
όπου και απέσπασε μια Τιμητική Μνεία, ενώ στην Ελλάδα παρέμεινε απαγορευμένο
καθ’ όλη τη διάρκεια της επταετίας και προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ
Θεσσαλονίκης του 1974.
Στις κατοπινές δουλειές του –περίπου μια κάθε δέκα χρόνια, ξεκινώντας
από τη Διαδικασία του ΄76- ο Θέος γίνεται ακόμη πιο ρηξικέλευθος,
εικονοκλάστης και εγκεφαλικός στις επιλογές των θεμάτων και της φόρμας
του. Γκρεμίζοντας τις γέφυρες ανάμεσα στο σημαίνον του μύθου και το σημαινόμενο
της κινηματογραφικής του αναπαράστασης, εκκινεί από την ιστορία του θηβαϊκού
κύκλου και το πρόσωπο της Αντιγόνης για να μιλήσει για το φαινόμενο της
εξουσίας και τις σχέσεις της «μητρόπολης» με την «περιφέρεια» (Διαδικασία),
από το αμφιλεγόμενο, υπαρκτό πρόσωπο του Καπετάν Μεϊντάνη (έδρασε
στην περιοχή της Βόρειας Θεσσαλίας ως Κλέφτης, έπειτα Αρματολός και στη
συνέχεια πάλι Κλέφτης, το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα ) για να μιλήσει
για το τρίπτυχο πραγματικό-ιστορικό-μυθοπλασία, από το μύθο του Ορφέα
και της Ευρυδίκης για να μιλήσει για την επώδυνη αναζήτηση της αλήθειας
(Ελεάτης Ξένος). Η μόνη «συνθήκη» που διατήρησε –και ταυτόχρονα
το μεγαλύτερο, ίσως, ρίσκο του- είναι αυτή που προϋποθέτει την ύπαρξη
θεατών ενεργών και εναργών, διατεθειμένων να κοιτάξουν πίσω από το προφανές.
Τα τελευταία χρόνια ο Δήμος Θέος ζει αποτραβηγμένος από το προσκήνιο.
(πηγή δελτίο τύπου Φεστιβάλ Θεσ/νίκης)
|
Κιέριον
Διαδικασία
Ελεάτης Ξένος
Καπετάν Μεϊντάνη
|