Press Clips
|
||
Ινγκμαρ Μπέργκμαν - Σοφός διερευνητής ψυχικών δονήσεων Του Μιχαλη Δημοπουλου Μαγεύτηκα από τον Μπέργκμαν όταν, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, πρωτοείδα, έφηβος, στο υπόγειο του Αστυ τις Αγριες Φράουλες, την πρώτη του κινηματογραφική «εξομολόγηση-διαθήκη» που γύρισε σε ηλικία 39 ετών (θα υπάρξουν και αρκετές άλλες στην τελευταία περίοδο της καριέρας του). Παρ’ όλο που σήμερα θεωρείται πια κλασικός και συγκαταλέγεται στους λίγους που εισήλθαν εν ζωή στον πάνθεον των μεγάλων καλλιτεχνών –ομόφωνα αποδεκτός από το φιλότεχνο κοινό και όχι μόνο από τους σινεφίλ- φοβάμαι ότι αποκρυσταλλώθηκε τελικά στις συνειδήσεις η εικόνα ενός σκοτεινού, εμμονικού δημιουργού, βασανισμένου από μεταφυσικά προβλήματα, θρησκευτικούς στοχασμούς και υπαρξιακές αγωνίες, ενώ παραμερίστηκε το γεγονός ότι υπήρξε ένας πολύπλευρος, πάντα μάχιμος σκηνοθέτης, διψασμένος για τις χαρές της ζωής, ποτισμένος από το μυθιστόρημα και το θέατρο (ανέβασε πάνω από 100 θεατρικά έργα), οργισμένος νέος στα πρώτα του βήματα (αρχές του ’50), ανήσυχος μάγος στα όρια του φανταστικού και του ρεαλισμού στη συνέχεια, απελπισμένος και συμφιλιωμένος αργότερα, αφαιρετικός και ανατρεπτικός προς το τέλος του ’60 (Περσόνα, 1966) πριν φτάσει στην ωριμότητα και την αποθέωση ενός ανάστατου κλασικισμού (Φάνυ και Αλέξανδρος, 1982). Και τα θέματα ποικίλλουν όσο διατρέχουμε το μπεργκμανικό σύμπαν, από την πρώτη του ταινία την Κρίση (1945) ώς το τελευταίο του αριστούργημα, το Σάραμπαντ (2004): η αγάπη και ο θάνατος, η ελπίδα και η άγνοια, η ανθρώπινη μοναξιά και η περιθωριοποίηση του καλλιτέχνη, ο εγωισμός του αρσενικού και η γυναικεία υπόσταση, η κρίση του ζευγαριού και η διάλυση της οικογένειας, τα τραύματα της παιδικής ηλικίας και το ναυάγιο των γηρατειών. Και όμως παρά τις συχνά αντιφατικές πτυχές του, το έργο του επιβάλλεται
ως κορυφαίο και μοναδικό χάρη, κυρίως, στην εσωτερική συνοχή της τέχνης
του. Μιας τέχνης την οποία έφερε προοδευτικά στα δικά του αισθητικά
μέτρα, επινοώντας συνεχώς νέες μορφές, νέες κινηματογραφικές αντιλήψεις
χωρίς, ωστόσο, να αναιρέσει τις προηγούμενες κατακτήσεις του. Η συχνή
χρήση των γκρο πλάνων πάνω στα πρόσωπα, τα σφιχτά κάδρα, το μοντάζ που
βασίζεται στον ρυθμό «ψυχικών» συνδέσεων και η έξοχη καθοδήγηση των
ηθοποιών (κυρίως των γυναικών αλλά και των παιδιών) είναι τα πιο χαρακτηριστικά
και απαράμιλλα εργαλεία μιας ξεχωριστής και ανεπανάληπτης ποιητικής
κινηματογραφικής έκφρασης που έχει και θα έχει παντοτινά την προσωπική
σφραγίδα του δημιουργού Ινγκμαρ Μπέργκμαν, του σοφότερου διερευνητή
των δονήσεων της ανθρώπινης ψυχής στην τέχνη του 20ού αιώνα που λεγόταν
κινηματογράφος. H KAΘHMEPINH, 5/8/07 Πλήρεις ημερών και πλήρεις έργου Του Θοδωρου Αγγελοπουλου Δύο θάνατοι που αποκτούν συμβολική σημασία για το ευρωπαϊκό σινεμά, το οποίο εδώ και χρόνια βρίσκεται σε μεγάλη κρίση. Τους γνώρισα σε διαφορετικές περιόδους. Ο κινηματογράφος του Αντονιόνι ήταν πάντα πιο κοντά μου από εκείνον του Μπέργκμαν. Φτάνοντας στο Παρίσι της δεκαετίας του ’60 έζησα την έκρηξη της νουβέλ βαγκ. Ανακαλύπταμε τον έναν μετά τον άλλον όλους τους μεγάλους: Αντονιόνι, Μπέργκμαν, Φελίνι – ο οποίος όμως είχε προηγηθεί. Και, παράλληλα, τα κινήματα της εποχής: Ανοιξη της Πράγας, Cinema nuovo. Το Παρίσι τότε ήταν μια ταινιοθήκη. Η πολιτικοποίηση άλλαξε τα πάντα. Αλλαξαν οι εκτιμήσεις, άλλαξαν και οι αγάπες. Ο Μπέργκμαν έπεσε σε ανυποληψία. Δεν τον αγαπούσαμε. Ξαναβρήκαμε τις ισορροπίες μας έπειτα από χρόνια. Ημουν στις Κάννες όταν παιζόταν το «Κραυγές και ψίθυροι». Εκεί «συνάντησα» και πάλι τον Μπέργκμαν, την έλξη που είχε ασκήσει πάνω μου. Εκτοτε, συνεχίστηκε μια σχέση διαρκούς κινηματογραφικής ομορφιάς που απολάμβανα. Η τελευταία του ταινία, το «Saraband», αναδίδει μια λύπη γι’ αυτά τα δύο γέρικα σώματα που συναντιώνται. Εχεις την εντύπωση ότι αισθάνεται πως φεύγει... Με τον Αντονιόνι ήταν διαφορετικά. Υπήρξε μια μεγάλη αγάπη από την αρχή ώς το τέλος. Με τους συμφοιτητές μου στη σχολή πηγαίναμε να πάρουμε τη «δόση» Αντονιόνι στο Καρτιέ Λατέν, όπου η «Περιπέτεια» παιζόταν σ’ ένα μικρό κινηματογράφο. Τον συνάντησα όταν έκανε το ντουμπλάζ στην «Ταυτότητα μιας γυναίκας». Ζήτησε από τους ηθοποιούς να βγουν από το στούντιο. Μείναμε μόνοι και τότε του είπα χαμογελώντας: «Εχω μαζί μου το 13ο εισιτήριο της “Περιπέτειας”»... Εκείνος μου μίλησε για την «Αναπαράσταση» και τον «Θίασο»... Καθίσαμε σε δύο ψηλά σκαμνιά για πολλή ώρα και συζητούσαμε «σαν ερωτευμένοι», όπως παρατήρησε η γυναίκα μου, η Φοίβη, που μας παρακολουθούσε από απόσταση. Εκτοτε, συναντηθήκαμε πολλές φορές. Ηταν παρών στην επίσημη προβολή του «Μετέωρου βήματος του πελαργού» (1991) στη Ρώμη. Είχαν ήδη εκδηλωθεί τα σοβαρά προβλήματα της υγείας του. Στο τέλος της προβολής με πλησίασε, ψιθυρίζοντας «Il matrimonio Teo, il matrimonio», αναφερόμενος στη σκηνή του γάμου που υπάρχει στην ταινία και απομακρύνθηκε. Είχαμε πάντα μια συνενοχή με τον Αντονιόνι. Η δουλειά του πάνω στον χρόνο, το timing, και την εκμετάλλευση του χώρου είναι μοναδική. Μαζί με τον Γκοντάρ έσπασε τις καθιερωμένες φόρμες στον τρόπο που παντρεύονται δύο πλάνα. Ο Αντονιόνι, όταν τελείωνε ένα πλάνο, του έδινε μια ανάσα, μια εκπνοή, να υπάρχει για λίγο ακόμη. Αυτό, είναι το πλάνο που θα έκοβε κάθε μοντέρ. Ο Μπέργκμαν είναι τα πρόσωπα, η γεωγραφία των προσώπων. Δεν θα μπορούσε να φανταστεί ταινία χωρίς κοντινά πλάνα. Η προσέγγισή του ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν του Αντονιόνι. Ενα πράγμα μπορούμε να πούμε και για τους δύο: Εφυγαν πλήρεις ημερών και πλήρεις έργου. Οταν φεύγουν δύο άνθρωποι τόσο μεγάλοι, φεύγει και κάτι από την καρδιά μας. H KAΘHMEPINH, 5/8/07 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΓΚΟΡ ΒΙΝΤΑΛ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 16/12/200 Καλό ταξίδι, καπετάνιο ΛΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ ΤΟ ΙΡΑΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ συνέντευξη της Σιρίν Nεσάτ στον Δημήτρη Pηγόπουλο, Καθημερινή, 14/09/2004 BELA TARR: ΜΙΑ ΗΡΩΙΚΗ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΒΑΣΗ Ο Μπέλα Ταρ ώς το 2000, με την τριλογία αυτή τελειώνει προσωρινά ίσως τις ομιλίες και προπαντός τις σιωπές του. Απ' την εμφάνιση του «Πολίτη Κέιν» και στο εξής γεννιέται ο σύγχρονος κινηματογράφος. Παρ' όλα αυτά, το υλικό που συγκέντρωσε ο Ταρ και το ενέγραψε στις ταινίες του μοιάζει με «μια επιτυχημένη και αυθεντική αφετηρία». Θεμελιώνει «έναν κινηματογράφο που ξεκινάει πάλι απ' την αρχή» (Γκας Βαν Σάντ, σελ. 13). Eτσι, σαν να μην υπήρξε ποτέ ο σύγχρονος κινηματογράφος. Ο Ταρ με το έργο του αποκλήθηκε «διαβολικός οραματιστής» (Δημόπουλος, σελ. 71), «δαιμονικός φορμαλιστής» (Ρόζενμπαουμ, σελ. 11), «πεσιμιστής, μισάνθρωπος, φορέας ενός σαδιστικού ανθρωπισμού» (Τσαγγάρη, σελ.10-11). «Ο Ταρ επιχειρηματολογεί υπέρ της κόλασης» (ο.π.). Η νοσταλγία της Αγάπης και η προσδοκία της Ζωής που αποπνέουν ο λόγος και η στάση ορισμένων απ' τους τύπους των ταινιών του, αποσιωπούνται ή υποβαθμίζονται ως δευτερεύουσες σημασίες και μηνύματα. Η μελαγχολία αυτής της αντίστασης την οποία επιστρατεύει ο Ταρ ενάντια στον κυρίαρχο κινηματογράφο (του Χόλιγουντ κυρίως και των ομοιωμάτων του στην Ευρώπη ή τις άλλες χώρες του κόσμου). Οι πειρασμοί της πολιτικής και της ιδεολογικής επιστράτευσης που απωθεί σθεναρά. Είναι ανάγκη να επιμείνουμε σ' αυτήν τη μελαγχολία. Ο Μπέλα Ταρ έπεσε σαν μετεωρίτης στη διερευνητική ταραχή του περσινού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Oπως συνέβη προηγουμένως με τον Αμπάς Κιαροστάμι και τον Αλεξάντερ Σοκούροφ. Τηρώντας τις αναλογίες ξανά, όπως πάντα. Κρατώντας κατά γράμμα το «Σύμβολο της Πίστης» στη Ζωή και στην Αγάπη. Μη αφήνοντας την απογοήτευση και τη σφηνωμένη ολόγυρα απελπισία να τον τραβήξουν σαν άγκυρες στο βυθό του μηδενός. (...) Ο Μπέλα Ταρ είχε το θάρρος να μάθει περπατώντας στη λάσπη. Να ψάξει στις ανώνυμες πόλεις, στις ερημιές της ψυχής και στις πεδιάδες της Ουγγαρίας για να βρει τους τόπους των στοχασμών και των γυρισμάτων. Να σχηματίσει τις συνισταμένες της αλλαγής του κόσμου. Χωρίς να ταραχθεί από το τι θα τον περίμενε στο εγγύς μέλλον. Eζησε μέχρι σήμερα παραβατικά, στη σκιά της μελαγχολίας αλλά και στην αθόρυβη λάμψη μιας γενναιοφροσύνης. Nίκος Kολοβός, Καθημερινή, 3-8-2003.
|
|