του Miguel Angel Blanca
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_magaluf-ghost-town.jpg

Παράξενα πράγματα συμβαίνουν στο Μαγκαλούφ. Συγκεχυμένες φωνές και εικόνες, θολά περιγράμματα που σιγά σιγά ξεδιαλύνουν, σαν τα όνειρα που εξατμίζονται στο φως της ημέρας. Με φόντο τη μικρή τουριστική πόλη της Μαγιόρκας η ταινία του Blanca αφηγείται τρεις προσωπικές ιστορίες, ενώ παράλληλα κτίζει το τοπίο (αλλά και τη μακέτα) ενός παρηκμασμένου παραθεριστικού κέντρου φτηνών διακοπών. Ενός πολύχρωμου θεματικού πάρκου, όπου τα καλύτερα αλλά και τα χειρότερα μπορούν να συμβούν. Κυρίως τα τελευταία.
Πορτρέτο ενός τεχνητού ηδονιστικού παραδείσου, στοιχειωμένου από τους νεαρούς τουρίστες του, το Magaluf Ghost Town συνδυάζει με παιγνιώδη τρόπο στοιχεία ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας. Οι κάτοικοί του μοιάζουν  ωστόσο το ίδιο αλλόκοτοι με τους έξαλλους Βρετανούς επισκέπτες που κατακλύζουν κάθε καλοκαίρι το νησί, και συγκεκριμένα τη δημοφιλή παραλία της  Punta Ballena: Η Μαρία Τερέζα, μια υπέρβαρη χήρα, που αδυνατεί να κόψει το φαγητό και το κάπνισμα, παρόλο που γνωρίζει ότι αυτοκτονεί,  ενώ παράλληλα συνομιλεί με τον νεκρό άντρα της και με το σταθερό της ακροατήριο στο κανάλι της στο youtube, ο Ρουμπέν, ένας νεαρός γκέι που ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός, του αρέσει να ποζάρει σαν ντίβα και να επινοεί σκοτεινές ιστορίες μυστηρίου και η Όλγα, μια φιλόδοξη ρωσίδα μεσίτρια που έχει θέσει ως στόχο της να εξυγιάνει την επίμαχη περιοχή και να την αναδείξει σε πεντάστερο τουριστικό προορισμό για ρώσους νεόπλουτους. Περισσότερο νηφάλιοι κάποιοι δευτερεύοντες  χαρακτήρες, ακολουθούν τους πρώτους και γίνονται το πιστό τους ακροατήριο, όπως ο νεαρός αφρικανός μετανάστης, που χαμογελάει αμήχανα στα πειραχτικά βραχνά σχόλια της τροφαντής σπιτονοικοκυράς του.  Ωστόσο μέσα σ’ αυτό το άγριο και γκροτέσκο τοπίο, που μυρίζει αλκοόλ, κάτουρο και αίμα κι όπου τα πάντα επιτρέπονται, ακόμα και οι θανατηφόρες βουτιές από τα μπαλκόνια, οι επώνυμοι ήρωες του Blanca, παρά το μυστήριο που τους περιβάλλει, αποδεικνύονται τελικά πολύ πιο γήινοι από τους ξένους εισβολείς, δίνοντας- ειδικά η ντόνα Τερέζα-  έναν απολαυστικά κωμικό, χαλαρωτικό  τόνο στην διαρκώς τεταμένη ρέουσα αφήγηση. Τη σχέση των δύο αυτών κόσμων διερευνά η ταινία, τη «σύγκρουσή τους» και την τελική κάθαρση. 
Χρησιμοποιώντας πλάνα αρχείου, συνεντεύξεις, βιντεάκια κινητών, μακρινές θολές λήψεις και ένα εξαιρετικά επεξεργασμένο ηχητικό background o ισπανός σκηνοθέτης κατασκευάζει με συμβατικά μέσα ένα ατμοσφαιρικό περιβάλλον, στο οποίο τα όρια πραγματικού-φανταστικού, αυθεντικού-δραματοποιημένου συχνά συγχέονται. Και εδώ ακριβώς έγκειται και η μαγεία της ταινίας.   

της Καλλιόπης Πουτούρογλου