(Beating Sun)
του Philippe Petit
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Ένας κήπος καταπράσινος, καταμεσής του απαξιωμένου κέντρου της Μασσαλίας, χωρίς φράχτες κι απαγορευτικά, αλλά μ’ ελεύθερη πρόσβαση για όλους, τόπος συνάντησης και προστασίας απ’ τον ήλιο που καίει, που θα δίνει χαρά στους κατοίκους και την ευκαιρία να ξεχάσουν για λίγο ό,τι τους απασχολεί –χώρος όχι ουτοπικός, αλλά που θα φέρνει στο μυαλό την ουτοπία. Αυτό είναι το όνειρο του Μαξ που χρόνια τώρα προσπαθεί να το υλοποιήσει μαζί με το συνεταίρο του Γκασπάρ, μόνο που οι υποσχέσεις των αρχών μένουν στα λόγια κι η ύστατη ελπίδα τους να κερδίσουν έναν αρχιτεκτονικό διαγωνισμό αποτυγχάνει. Ο Γκασπάρ τα παρατάει κι ο Μαξ πιάνει αλλού δουλειά, ο κήπος όμως, παραμένει στην καρδιά του ως σκοπός ζωής και με τίποτα δεν θέλει να κάνει πίσω …
Ταινία πρωταγωνιστή, αλλά και δουλειά συνόλου -συνδυασμός που αντιστοιχεί επακριβώς και στο πνεύμα της- παρουσίαση του αγώνα ενός ανθρώπου, αλλά και των ηθών και των συνθηκών της εποχής, το Tant que le soleil frappe (σε ελεύθερη απόδοση Κάτω απ’ τον καυτό ήλιο) του Φιλίπ Πετί έχει κάτι να πει και το λέει· άρτια, ανθρωποκεντρικά κι απλά, με κινηματογραφικό νατουραλισμό κι αμεσότητα, χωρίς αναίτιες εντάσεις και δράματα αλλά με ουσιώδη συναισθηματισμό που παίρνει όλο και περισσότερο με το μέρος του το θεατή μέχρι τη συγκινησιακή κορύφωσή του. Ο Μαξ εμφανίζεται συμπαθής, μοιάζει, όμως, με παλιομοδίτη loser που αρνείται να συνθηκολογήσει με το αναπόφευκτο κι ίσως και να το επισπεύδει με την ατσαλοσύνη του, και για πολλή ώρα τον κοιτάμε από απόσταση κι ίσως κι αφ’ υψηλού θεωρώντας, ίσως κι εμείς πως θα έπρεπε να παραιτηθεί την κατάλληλη στιγμή και να μην το παρακάνει με την επιμονή του. Όμως ο Μαξ, που τίποτα ηρωικό δεν θεωρεί πως έχει η στάση του - ένα από τα πιο αναζωογονητικά στοιχεία της ταινίας, κατορθώνει να μας κερδίσει ακριβώς γι αυτό, λειτουργώντας για μας -όπως εν τέλει και για τον Γκασπάρ- ως σπαραξικάρδια υπενθύμιση του τι σημαίνει για ένα άτομο να θυμάται απ’ τα σπλάχνα του τι σημαίνει να νοιώθει κανείς μέλος μιας κοινότητας και να δρα και να σκέφτεται ως πολίτης.
Και πράγματι, η στάση του Μαξ, έρχεται από ένα ξεχασμένο παρελθόν κι εμφορείται ακριβώς απ’ τη μνήμη της χαμένης συλλογικότητας που εδώ παίρνει τη μορφή μιας υπόσχεσης ανάσχεσης του gentrification, μέσα απ’ τη δημιουργία μιας νησίδας ελεύθερης πρόσβασης, μιας νέας, ολάνθιστης Εδέμ όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να συνδεθούν, να αναπτύξουν ξανά το δεσμό που συνδέει τα μέλη μιας κοινότητας και τα μετατρέπει σε σύνολο, σε σώμα που αρνείται να σκεφτεί την ευημερία του έξω από εκείνη των υπολοίπων. Η επιμονή του Μαξ στην ξεχασμένη κι απαξιωμένη πια αυτή αντίληψη, γίνεται βάλσαμο κι αντίβαρο στον ανελέητο ήλιο του καθαγιασμένου ατομικισμού και στις επιταγές του κέρδους που σφυροκοπά τους αδύναμους και κάνει τους έφηβους Αγγέλους να γκρεμίζονται στα βάθη του, μετατρέπεται σ’ ένα νοητό τόπο, τόσο δυνατό που να μπορεί να τους φέρει όλους εκεί - αφού το εκεί, γίνεται μαζί κι αυτό ακριβώς γίνεται λόγος γιορτής για όλους.