του Dmytro Sukholytkyy-Sobchuk
(η κριτική του Δημήτρη Μπάμπα)
Ορεινή Ουκρανία. Στα σύνορα με τη Ρουμανία. Μια κοινότητα κτηνοτρόφων χαμένη μέσα στα πυκνά δάση των Καρπαθίων. Η μετανάστευση και το λαθρεμπόριο, οι μοναδικοί οικονομικοί πόροι της κοινότητας. Η ασφυκτική εξουσία που επιβάλει στην περιοχή ο τοπικός μαφιόζος. H επιστροφή στο σπίτι ενός μετανάστη, του Leonid, του επονομαζόμενου και «Pamfir». Το παρελθόν του ως λαθρέμπορου από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει. Τέλος, οι προετοιμασίες για το τοπικό καρναβάλι τη Malanka, με κουστούμια από άχυρα και ξύλινες τερατόμορφες και τραγόμορφες μάσκες.
Αξιοποιώντας τις δυνατότητες και ευκαιρίες που του παρέχουν τα στερεότυπα και οι αφηγηματικοί και δραματουργικοί μηχανισμοί της γκανγκστερικής ταινίας, ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης συνδέει τη δράση μ’ ένα τόπο και τους ανθρώπους του. Αυτή η ισχυρή τοπικότητα επικαλύπτει κάθε δραματουργικό ή αφηγηματικό κλισέ, απόρροια του κινηματογραφικού είδους, και επιβάλλει τις δικές της συνθήκες στην ταινία: είναι το «εθνογραφικό» στοιχείο που κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα της ταινίας και διυλίζει κάθε είδους αφηγηματική κοινοτυπία. Κινηματογραφόντας τον τόπο και το τοπίο –τα δάση, τα μικρά αγροτικά σπίτια, τους λασπωμένους δρόμους- και τα πρόσωπα – την τραχύτητα αλλά και τη αυθεντικότητά τους-, με πλάνα μεγάλης διαρκείας και με χρήση steadycam, ο σκηνοθέτης εντυπώνει πάνω στο δραματουργικό ιστό μιας τραγικής ιστορίας την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του χώρου, συχνά με ύφος παραισθητικό. Κάτι που γίνεται ιδιαίτερα φανερό στην κορύφωση της ταινίας με τη σκηνή του τοπικού παγανιστικού καρναβαλιού, όπου η τραγωδία συνυπάρχει με την παραίσθηση και το γκροτέσκο.
Ό, τι αναδεικνύεται μέσα από αυτήν την τοπικότητα είναι η τραγική ιστορία ενός πατέρα που αναζητά μια σύνδεση με το γιο του και η ιστορία ενός γιου που αναζητά ένα πατρικό πρότυπο. Και βέβαια, η ιστορία ενός τόπου δέσμιου της «μοίρας» του…