του Mario Martone
(η κριτική της Καλλιόπης Πουτούρογλου)
Μετά από σαράντα χρόνια απουσίας ένας άντρας επιστρέφει στη γενέτειρα πόλη του, Νάπολη, έναν τόπο που νόμιζε ότι είχε αφήσει πίσω του οριστικά. Ο λόγος της επιστροφής του φαίνεται να είναι η ηλικιωμένη μητέρα του, συνάντηση που επιφυλάσσει έντονες συγκινήσεις και για τους δύο. Περιπλανώμενος στους δρόμους και τα σοκάκια της παλιάς του γειτονιάς, ο άντρας αρχίζει να βυθίζεται σιωπηλά στον κόσμο των αναμνήσεων μιας εξιδανικευμένης νιότης, που στιγματίστηκε ωστόσο από ένα επώδυνα τραγικό γεγονός. Και ενώ τα μηνύματα γύρω του είναι ξεκάθαρα, ο ίδιος τυφλωμένος από τις σειρήνες της νοσταλγίας και μιας απεγνωσμένης συμφιλίωσης με το παρελθόν, στην πραγματικότητα βαδίζει προς ένα αναπότρεπτο τέλος.
Ατμοσφαιρικό πορτρέτο ενός άντρα και μιας πόλης, το Nostalgia του Mario Martone επικεντρώνεται στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα Felice (εξαιρετική η ερμηνεία του Pierfrancesco Favino) και της γειτονιάς Rione Sanità της Νάπολης. Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ermanno Rea, η ταινία ακολουθεί με θαυμαστή οικονομία –ειδικά στο πρώτο μέρος -τις εξωτερικές και εσωτερικές διαδρομές ενός άντρα, που ερχόμενος εξ Ανατολής κουβαλάει μια στωικότητα αλλά και τη μελαγχολική εσωστρέφεια και εγκράτεια του ανθρώπου που σιγά σιγά αναγνωρίζει τόπους και αισθήματα οικεία. Η τοπική γλώσσα, οι εικόνες, οι μυρωδιές, όλες οι αισθήσεις ενός πρότερου νεανικού βίου ξυπνούν μέσα από τις μοναχικές του περιπλανήσεις και ονειροπολήσεις, ενώ συναντήσεις με ντόπιους τον φέρνουν σε επαφή με τη νέα βίαιη πραγματικότητα της περιοχής. Στη συνείδησή του Felice όμως παρελθόν και παρόν συνυπάρχουν. Στον δικό του φαντασιακό κόσμο που τον τρέφει η νοσταλγία και η κρυφή ελπίδα μιας λυτρωτικής συμφιλίωσης, όλα παραμένουν ίδια.
Ταινία για την επιστροφή στον τόπο από όπου ξεκίνησαν όλα (εδώ κυριολεκτικά και στον τόπο του εγκλήματος) το Nostalgia κουβαλάει έναν παραπλανητικά βαρύ τίτλο, αφού δεν πρόκειται για υπαρξιακό δράμα, αλλά για μια απλή ανθρώπινη ιστορία δοσμένη με λυρική, σχεδόν ελεγειακή διάθεση. Εδώ δεν είναι τόσο ορατές οι εσωτερικές συγκρούσεις του ανθρώπου που παλεύει με την επιστροφή του, όσο η αδυναμία ενός επαναπατρισμένου μεσήλικα να δει με διαύγεια την πραγματικότητα και αφήνεται να παρασυρθεί στο λαβύρινθο μιας πολύ ιδιαίτερης γειτονιάς και στις αναμνήσεις μιας εφηβικής φιλίας. Ο Martone περικλείει τη δράση αυστηρά μέσα στα όρια της γοητευτικής όσο και αποτρόπαιας Sanità (με εξαίρεση την ονειρική σκηνή της απόδρασης στη θάλασσα), προβάλλοντας μέσα από διαρκή τράβελινγκ την αρχιτεκτονική του χώρου. Ένα δαιδαλώδες τοπίο που μπορεί γρήγορα να μεταμορφωθεί από γραφικό σε απειλητικό: πλατείες, μαγαζιά, μπαλκόνια, ζωγραφισμένοι τοίχοι, στοές και σοκάκια, άνδρες σε μηχανάκια, όλα λουσμένα σε ένα διακριτικό φως, μεταξύ νατουραλιστικού και νέο-νουάρ. Και από την άλλη οι εσωτερικές διαδρομές, οι αναπολήσεις του ήρωα δοσμένες αποσπασματικά σε πλάνα super 8 και κλασικό φορμά 4:3, ένα νοσταλγικό ταξίδι στο χρόνο των 70s. Ο Martone επενδύει τις σιωπηλές διαδρομές του ήρωα με μουσικές που όχι μόνο σχεδιάζουν ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό τοπίο αλλά και σχολιάζουν σημαντικούς σταθμούς της αφήγησης. Από τη μελαγχολία του σαξόφωνου του Steve Lacy κατά την άφιξη, στους ψυχεδελικούς τόνους των Tangerine Dream και από εκεί στην ευφορία ενός χορευτικού κομματιού μιας αιγυπτιακής μπάντας, η ταινία φαίνεται να υπαγορεύεται από τους μουσικούς ρυθμούς που τη συνοδεύουν. Για να κλείσει συμβολικά με την ορχήστρα νέων της δοκιμασμένης από την εγκληματικότητα Sanità (που κάνει ένα πέρασμα κι από την ταινία) στην Gipsy Overture του Merle Isaac. Ένας κύκλος κλείνει, αλλά η ελπίδα ίσως να βρίσκεται στα παιδιά αυτής της ορχήστρας.