(Lost Children)
της Michèle Jacob
(η κριτική της Καλλιόπης Πουτούρογλου)
Τέσσερα παιδιά μόνα σε ένα σπίτι στην εξοχή. Οι γονείς απόντες. Το φευγαλέο πέρασμα της πατρικής παρουσίας στην εναρκτήρια σκηνή και στη συνέχεια η υποψία της εγκατάλειψης. Περιτριγυρισμένα από ένα πυκνό, μυστηριώδες δάσος που δεν τα αφήνει να φύγουν, τα αδέλφια ενεργοποιούν γρήγορα μηχανισμούς επιβίωσης αλλά και διασκέδασης, απολαμβάνοντας το ξαφνικό δώρο της απρόσμενης ελευθερίας, παρόμοιας με εκείνης των παιδιών της «Χώρας του Ποτέ» του J.M.Barrie. «Είμαστε καλύτερα χωρίς γονείς», λέει κάποια στιγμή η μεγαλύτερη αδελφή που έχει αναλάβει τη φροντίδα των παιδιών. Παλιά αντικείμενα, ομαδικά παιχνίδια σαν κι αυτά που αρέσουν στα παιδιά, εξερευνήσεις με χάρτες βγαίνουν στην επιφάνεια. Κι ενώ στο φως της ημέρας η περιπετειώδης διαβίωση αποπνέει μια αίσθηση ευφορίας , όταν πέφτει η νύχτα υπόκωφοι κρότοι, μυστηριώδεις φωνές πίσω από ταπετσαρισμένους τοίχους, υπερφυσικά λαγούμια και τρομακτικά τέρατα κάνουν την εμφάνισή τους μετατρέποντας το τοπίο σε σκηνικό τρόμου.
Στην πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία η βελγίδα σκηνοθέτρια και σεναριογράφος Michèle Jacob συνδυάζοντας νατουραλιστικά χρώματα με στοιχεία του φανταστικού και του τρόμου δημιουργεί ένα υπέροχο σκοτεινό παραμύθι για τα παιδικά τραύματα, τους φόβους και τα τέρατα που κουβαλάμε μέσα μας. Μέσα από το βλέμμα της ανήσυχης Audrey που έχει το χάρισμα να αισθάνεται τον κίνδυνο όταν πλησιάζει, αλλά εντάσσοντας στη δράση εξίσου και τα υπόλοιπα παιδιά – ο τρόπος που αυτά αλληλεπιδρούν αποδίδεται εξαιρετικά από την Jacob- το Lost Children φαίνεται να εξελίσσεται σταθερά από μία πορεία προς την ενηλικίωση τεσσάρων εγκαταλελειμμένων παιδιών σε ένα υπερφυσικό ταξίδι προς το υποσυνείδητο τεσσάρων ενηλίκων. Με αφαιρετική γλώσσα, εξαιρετική οικονομία μέσων, ελλειπτικό μοντάζ και ένα εσωτερικό σκηνικό σχεδόν «ψευδαισθητικό» που σε κάθε σεκάνς μεταμορφώνεται, παραπέμποντας κάποιες φορές και στο περίφημο Overlook Hotel της Λάμψης του Kubrick, η Jacob επιδεικνύει ιδιαίτερη μαεστρία στην τέχνη των σταδιακών αποκαλύψεων, θέτοντας διαρκώς μικρά αινίγματα σε μια σειρά από ανεξήγητα φαινόμενα που εξιχνιάζονται όσο η ταινία βαίνει προς το τέλος της. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα δυσοίωνα μυστηριακή και γοητευτική ταυτόχρονα ό,τι παρακολουθεί ο θεατής είναι όχι τόσο το βάρος μιας απότομης ενηλικίωσης όσο αυτό της διαχείρισης επώδυνων τραυμάτων της παιδικής ηλικίας που έχουν να κάνουν με την ενδοοικογενειακή βία.
«Τέρατα δεν υπάρχουν» είναι το ξόρκι των χαμένων παιδιών, παρόλο που αυτά κάνουν απειλητικά την εμφάνισή τους επί της οθόνης, με μάτια φωσφορίζοντα μέσα στο σκοτάδι. Και απαιτείται απίστευτη γενναιότητα από τους μικρούς ήρωες για να τα αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο και να τα διαλύσουν μια για πάντα. Για αυτή την υπεράνθρωπη προσπάθεια της αντιμετώπισης των φόβων και των τραυμάτων που κουβαλάμε από την παιδική ηλικία κάνει λόγο η ταινία της Michèle Jacob, συνομιλώντας με ένα σινεμά του τρόμου και της επιστημονικής φαντασίας αλλά κρατώντας κι ένα καθαρά προσωπικό, ποιητικό ύφος, κινούμενη διαρκώς μεταξύ ρεαλιστικής και αλληγορικής αναπαράστασης. Μια ταινία μαγική για τα χαμένα παιδιά όχι της Χώρας του Πήτερ Παν που δεν ήθελαν ποτέ να μεγαλώσουν, αλλά για αυτά που μεγάλωσαν και επιστρέφουν στον τόπο του εγκλήματος.
Karlovy Vary 2023