(Η δεύτερη μητέρα)
της Anna Muylaert
Η Βαλ, οικονόμος σε ένα πλούσιο σπίτι του Sao Paolo, έχει μια καλή σχέση με τα αφεντικά της, τα οποία υπηρετεί πιστά για περισσότερο από δέκα χρόνια. Έχοντας αφήσει πίσω της μια κόρη, προκειμένου να βρει δουλειά για να τη συντηρήσει, η ηρωίδα αντλεί μοναδική χαρά και ικανοποίηση από το δεκαεφτάχρονο μοναχογιό της οικογένειας, ο οποίος τελεί υπό την προστασία της, αφού η Βαλ τον έχει στην ουσία αναθρέψει. Η ξαφνική άφιξη της συνομήλικης με το αγόρι κόρης της, ύστερα από απουσία χρόνων, και η αναγκαστική συμβίωσή τους στο σπίτι θα ταράξουν τις ψευδείς ισορροπίες της «οικογένειας» φέρνοντας στην επιφάνεια με τον πιο γλαφυρό τρόπο τις εγγενείς ταξικές διαφορές. Η αυτοπεποίθηση και η φιλοδοξία του κοριτσιού όχι μόνο θα ανατρέψουν τη σχέση υπηρέτη-αφεντικού αλλά και θα επαναπροσδιορίσουν τη σχέση μάνας-κόρης.
Διαθέτοντας σαν εφόδια ένα γερό σενάριο και μια δυναμική πρωταγωνιστική ερμηνεία, η Muylaert ισορροπεί με δεξιοτεχνία ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό, -ενισχύοντας σταθερά το πρώτο-, για να κτίσει ένα οικοδόμημα που προχωράει πέρα από τη γνωστή στο χώρο του λατινοαμερικανικού κινηματογράφου θεματική των ταξικών αντιπαραθέσεων. Με μια άκρως ρεαλιστική απεικόνιση απλών, καθημερινών καταστάσεων, μέσα σε ένα σπίτι που προβάλλεται ως μικρογραφία της σύγχρονης Βραζιλίας, και με τους χαρακτήρες της να κινούνται συνεχώς εντός και εκτός των προσδοκώμενων ορίων, η σκηνοθέτιδα καταφέρνει να μιλήσει με τρόπο ανάλαφρο αλλά και οικουμενικό όχι μόνο για τη μετάβαση από την περιχαράκωση και υποταγή στην απελευθέρωση αλλά και για τους διαφορετικούς ρόλους της μητρότητας.
Μια σειρά από σκηνές που συνδέονται άρρηκτα επανέρχονται παραλλαγμένες για να τονίσουν το νέο που εισβάλλει σε ένα παγιωμένο σύμπαν. Με πιο χαρακτηριστικές αυτές στην κουζίνα του σπιτιού ή στην πισίνα οι σκηνές αυτές που στηρίζονται σε έντονες αντιθέσεις συνιστούν όχι μόνο το μοχλό μιας κωμικής δράσης –με την αναστάτωση που προκαλούν στην απεγνωσμένη μητέρα- αλλά και καθρέφτη ενός κοινωνικού status quo που θεωρείται αδιαμφισβήτητο. Οι απλές αυτές σκηνές υφαίνουν σταδιακά τον καμβά της ιστορίας, πάνω στον οποίο προβάλλουν ανάγλυφα τα πρόσωπα, υφαίνονται οι σχέσεις τους αλλά και υποσκάπτονται διαρκώς, προσδιορίζονται και επαναπροσδιορίζονται σε νέες βάσεις. Η Βαλ ως τροφός-δεύτερη μητέρα- του αγοριού, η Βαλ ως υπηρέτρια,(η σχέση της με τα αφεντικά της διαφοροποιείται κι αυτή) η Βαλ ως βιολογική μητέρα. Κι από την άλλη η κόρη, ο τρόπος με τον οποίο κινείται και χειρίζεται τους ήρωες πέρα από τους προδιαγεγραμμένους ρόλους. Οι συνδυασμοί είναι πολλοί αλλά ενορχηστρώνονται άψογα.
Σε έναν κόσμο με το βλέμμα σταθερά στραμμένο προς το μοντερνισμό -τόσο ως προς τα ήθη όσο και ως προς την αρχιτεκτονική του χώρου-, στον οποίο η επίγνωση της κοινωνικής θέσης θεωρείται δεδομένη αλλά οι ρόλοι αποδεικνύονται ρευστοί, η λύση εύκολα και με τη βοήθεια κάποιων σεναριακών ευρημάτων είναι αυτή της τελικής δικαίωσης. Και μπορεί το The second mother/ Η δεύτερη μάνα να φαντάζει έτσι σαν ένα σύγχρονο παραμύθι, δεν παύει ωστόσο να είναι βαθύτατα αποκαλυπτικό για τις ανθρώπινες σχέσεις.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]