του Kiyoshi Kurosawa
(κριτική: Δημήτρης Μπάμπας)
Στο σκοτεινό αυτό ψυχολογικό θρίλερ, ο Kiyoshi Kurosawa διερευνά το πώς οι καταπιεσμένες επιθυμίες ξαφνικά οδηγούν στο κακό και στο έγκλημα.
Ένας ντετέκτιβ, ο Τάκαμπε, καλείται να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από μια σειρά προσφάτων μυστηριώδη δολοφονιών. Τα θύματα δολοφονούνται άγρια και αναίτια και ένα χαρακτηριστικό Χ χαράσσεται στο σώμα τους. Ενώ ο δράστης βρίσκεται πάντα πολύ κοντά στον τόπο του εγκλήματος ανίκανος να θυμηθεί οτιδήποτε σχετικό. Οι δολοφόνοι είναι καθημερινοί άνθρωποι-ένας δάσκαλος, αστυνομικός ή γιατρός-, καθ’ όλα αξιοσέβαστοι και χωρίς καμιά εγκληματική προδιάθεση. Ο Τάκαμπε με την επικουρία ενός ψυχίατρου, του Σάκουμα, θα βρεθεί μπροστά στην μυστηριώδη επιρροή που ασκεί στους δολοφόνους ένας νεαρός που πάσχει από αμνησία, ο Μάμιγια. Ανακρίνοντας τον νεαρό ο Τάκαμπε θα αισθανθεί τις βεβαιότητες του να κλονίζονται. Γρήγορα θα κληθεί να αντιμετωπίσει τον χειρότερο αντίπαλο: τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Kiyoshi Kurosawa στην πρώτη ταινία, που τον έκανε γνωστό στη Δύση, επιλέγει την φόρμα του ψυχολογικού θρίλερ. Η δραματική πλοκή χαρακτηρίζεται από την διαβρωτική παρουσία του Κακού, που αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο του παράξενου νεαρού, που απειλεί και συντρίβει τις βεβαιότητες μιας ζωής. Ο σκηνοθέτης θεωρεί ότι το Κακό δεν είναι απλώς η επίδειξη μιας ανθρώπινης διαστροφής, αλλά έχει και μια κοινωνική αναφορά: είναι η απελευθέρωση όλων των καταπιεσμένων ενστίκτων, όλες οι απωθημένες επιθυμίες που ξαφνικά έρχονται στην επιφάνεια και ζητούν την πλήρωση τους. Λιτή στην αφήγηση της, η ταινία υποβάλει στον θεατή την σκοτεινή της ατμόσφαιρα και τον βυθίζει σε μια περιπλάνηση στους μισοφωτισμένους δαιδάλους της ανθρώπινης ψυχής.
Ο Kiyoshi Kurosawa για την ταινία
«Είναι ειρωνεία: όταν οι άνθρωποι ζουν μέσα στο φόβο τότε βιώνουν την ζωή πιο έντονα. Η βασική προσέγγιση που είχα ήταν να απεικονίσω το είδος του τρόμου με το οποίο ένας μέσος άνθρωπο, ίσως κατά τύχη, συναντηθεί. Επίσης ήθελα να απεικονίσω τις εντάσεις της ζωής, που αναπόφευκτα θα συνοδεύσει μια τέτοια συνάντηση. Είναι αρκετά εύκολο να απεικονίσεις κάποιο που τρέμει από φόβο, όμως είναι δύσκολο να απεικονίσεις κάποιον που αποδέχεται τον τρόμο, επιλέγοντας να ζήσει την ζωή του μ’ αυτόν. Τι απίθανο θέμα διάλεξα για τον εαυτό μου; Είναι πολύ αργά για να μετανιώσω, αλλά το έχω κάνει.
Και όμως, το γεγονός ότι μπόρεσα να δουλέψω μ’ ένα τέτοιο υλικό μού έδωσε μια ακτίνα ελπίδας. Εν τω μέσω του «Τρόμος=Θάνατος» που διαπερνά την οθόνη, την ίδια στιγμή η περίμετρος του «Ανθρώπινο=Ζωή» είναι απολύτως ορατή».
(…) Είχα την ιδέα να χρησιμοποιήσω ένα πρόσωπο που πάσχει από αμνησία: επειδή αν συναντήσεις κάποιον που δεν έχει μνήμη, καθώς δεν πρόκειται να θυμάται το τι του λες, θα καταλήξεις στο τέλος να γίνεις αρκετά ευάλωτος απέναντι του. Είναι πολύ δελεαστικό να εκθέτεις πολύ περισσότερο μέρος τον εαυτό σου σ’ αυτόν, παρά σε κάποιον που πρόκειται να θυμηθεί τι του είπες.
(…) Στο Cure επιχείρησα ένα πείραμα και για πρώτη φορά δούλεψε. Διατήρησα τον σκελετό μιας ταινίας τρόμου ανέπαφο και προσπάθησα να δω αν μπορούσα να εισάγω την δική μου προσέγγιση.
(…) Θα έλεγα ότι οι χαρακτήρες μου έχουν ένα κατεστραμμένο σύστημα αξιών, αλλά στο τέλος της ταινίας καταλήγουν μ’ ένα τελείως διαφορετικό σύστημα αξιών. Ζώντας σε μια δημοκρατία, όπως είναι η σύγχρονη Ιαπωνία, μού λένε ότι είμαι αρκετά ελεύθερος να κάνω ότι θέλω. Όμως νομίζω ότι στην πραγματικότητα είμαι δέσμιος κοινών πρακτικών, νόμων και της γενικά παραδεκτής ηθικής -έτσι δεν αισθάνομαι καθόλου ελεύθερος. Υπ’ αυτήν την έννοια, ενώ ίσως είμαι ανίκανος να ελευθερωθώ απ’ όλα τα δεσμά που με περιορίζουν, στις μυθοπλασίες μου παίρνω ένα φανταστικό χαρακτήρα δεμένο μ’ όλες αυτές τις συμβάσεις και του δίνω την ευκαιρία να ελευθερωθεί απ’ αυτές. Βαδίζουν προς αυτό που έως τότε ήταν μια αχανής ελευθερία».
(…) Νομίζω ότι οι αμερικάνικες αφηγήσεις και ειδικότερα το κινηματογραφικό είδος με ντετέκτιβ, είναι το καθαρό ύφος. Η ταινία προφανώς έχει στοιχεία από το ψυχολογικό θρίλερ, τις ιστορίες με ντετέκτιβ και για να την κάνω δανείστηκα το ύφος και τις συμβάσεις τους. Απολαμβάνω τις αμερικάνικες ταινίες κινηματογραφικών ειδών, όμως εδώ προσπαθώ να απεικονίσω σύγχρονους γιαπωνέζικους χαρακτήρες. Γράφοντας γι’ αυτούς μια ιστορία ανακάλυψα ότι δεν μπορούσα απλώς να ακολουθήσω τις συμβάσεις του αμερικάνικου αφηγηματικού ύφους, ότι θα έπρεπε να τους σχεδιάσω με πρότυπο γιαπωνέζους. Στο μέσο της ταινίας αυτή αρχίζει να απομακρύνεται από αυτό που θα ήταν μια τυπική ιστορία με ντετέκτιβ και από τις αμερικάνικες συμβάσεις, και νομίζω, εφόσον δουλεύω με χαρακτήρες γιαπωνέζους, ότι αυτό ήταν αναπόφευκτο.
Έγραψαν για την ταινία
Αντί να καταφύγει στις έξυπνες αλλαγές στην κατεύθυνση και αφηγηματικές ανατροπές, ο κ. Kurosawa κατασκευάζει ένα περίτεχνο και πολύπλοκο ψυχολογικό λαβύρινθο και μετά μας αφήνει σύξυλους και αβοήθητους στο κέντρο του. Η τελική σκηνή είναι ένα δείγμα πανούργας οπτικής ευστροφίας, και μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε πόσο καλλιτεχνικό και πόσο ύπουλο φιλμ είναι κάτω από τη κλινικά ψυχρή και ανέκφραστη επιφάνεια του. Ίσως βγείτε από το σινεμά διαφωνώντας για το τι σημαίνουν τα τελευταία λεπτά της ταινίας, φοβούμενοι να δείτε στα μάτια το άτομο με το οποίο διαφωνείτε.
A.O.Scott, New York Times, 3-8-2001.
Το Cure έχει σχέση με τις μαύρες ταινίες με τους κατά συρροή δολοφόνους όπως Η σιωπή των αμνών του Jonathan Demme και πάνω απ’ όλα με το εξαιρετικά σκοτεινό Seven του David Fincher.
Σ’ αυτό το Kiyoshi Kurosawa επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στο φαινόμενο του κατά συρροή δολοφόνου, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της επερχόμενης χιλιετίας και της εξαφάνισης των παγκόσμιων ιδεολογιών.
κατάλογος φεστιβάλ Rotterdam.
Η ταινία Cure γενετικά ομοιάζει με το Seven, είναι όμως πολύ πιο έμμεση και δόλια και πολύ περισσότερο ενοχλητική και βασανιστική. Αν και οι δολοφόνοι δεν έχουν συναίσθηση ότι έχουν διαπράξει τα εγκλήματα τους, υπάρχει μια αίσθηση ότι ενήργησαν υπό το κράτος υποσυνείδητων επιθυμιών. Επιπλέον το ανοικτό τέλος φαίνεται να εντάσσει τον πιο συμπαθητικό χαρακτήρα της ταινίας στη αλυσίδα του θανάτου. Η ταινία Cure κολλάει πάνω στον θεατή: είναι μια ταινία για την δύναμη της υποβολής που επίσης υποβάλλει και υπνωτίζει και τον θεατή της.
J. Hoberman, εφημερίδα Village Voice, 7-9-2001 .
Kyua/ Cure
Σκηνοθεσία/ Direction, Σενάριο/ Screenplay: Kiyoshi Kurosawa
Φωτογραφία/ Cinematography: Tokusho Kikumura
Μοντάζ/ Editing: Kan Suzuki
Ήχος/ Sound: Hiromichi Kori
Καλλιτεχνική διεύθυνση /Artistic Direction: Tomoyuki Maruo
Μουσική/ Music: Gary Ashiya
Ηθοποιοί/ Cast: Koji Yakusho, Tsuyoshi Ujiki, Anna Nakagawa, Masato Hagiwara.
Παραγωγός/ Producer: Atsuyuki Shimoda, Tsutomu Tsuchikawa.
Παραγωγή/ Production: Daiei Co. Ltd..
35mm Έγχρωμη 111'
Ιαπωνία, 1997