(Επτά Σαμουράι)
του Akira Kurosawa
Από τα πιο επιτυχημένα έργα εποχής στο εκλεκτό ρεπερτόριο του Akira Kurosawa είναι και αυτό όπου η οπερατική του μεγαλοπρέπεια μεταμφιέζει μια σύγχρονη θεωρία χειραφέτησης, μαρξικής προέλευσης, σε τραγωδία κατά τη φεουδαρχική διάρθρωση της κοινωνίας στα μέσα του 16ου αιώνα. Με τον βασικό πυρήνα των ηθοποιών του ήδη διαμορφωμένο, ο Kurosawa δημιουργεί, όχι τόσο μια ταινία ιστορικής αυθεντικότητας –υπάρχουν δραματουργικά δικαιολογημένες ιστορικές εξομαλύνσεις– αλλά, όπως τα μεγάλα κλασικά έργα, στοχεύει, μέσω ισχυρών σε κράση χαρακτήρων, σε μια ανόρθωση του ιστορικού στο επίπεδο της καθολικότητας, κάτι που στη συγκεκριμένη ταινία αφορά την ουσία των ανθρώπινων παθών, των αδυναμιών, της ακεραιότητας του χαρακτήρα και τελικά της πραγματοποίησης του Αγαθού με τη μορφή της αυτοδιάθεσης και της συλλογικής συνοχής που σφυρηλατείται μέσα από συγκρούσεις και θυσίες στη ρημαγμένη κοινότητα των χωρικών.
Το επίκεντρο της πλοκής είναι ένα φτωχό χωριό χτισμένο σε μια γούβα μιας κοιλάδας, περιστοιχισμένο από κατάφυτους λόφους μέσα από τους οποίους ξεπηδούν απροειδοποίητα αλλά με ντετερμινιστική βεβαιότητα μπουλούκια ληστών με ό,τι συνεπάγεται αυτό: ληστεία της σοδειάς, αρπαγή των γυναικών, δολοφονίες όσων αντιστέκονται. Με την αδυναμία αυτοδιαχείρισης δεδομένη λόγω των αποτυχιών της τοπικής ιεραρχίας, οι χωρικοί αναλαμβάνουν δράση «στρατολογώντας» περιπλανώμενους ronin («ακέφαλους» από αφέντη samurai) στους οποίους προσφέρουν ως αντάλλαγμα στέγη και σίτιση. Οι επτά σαμουράι που συγκεντρώνονται, ακολουθώντας την εκτίμηση του επικεφαλής τους Kambei (Takashi Shimura), θα οχυρώσουν το χωριό και θα πολεμήσουν γενναία, με στρατηγική και τόλμη, τους επελαύνοντες ληστές.
Με ανάρπαστη αίσθηση ρυθμού και απόλυτη επίγνωση της επιβράδυνσης ή της επιτάχυνσης της δράσης, ο Kurosawa, ακονίζει, όπως οι συνεσταλμένοι χωρικοί τα ψευτοακόντια από μπαμπού, τις αισθήσεις του θεατή και δημιουργεί γύρω από κάθε σαμουράι την προσωπικότητα και τις επιμέρους αρετές που απογειώνουν τη δράση πέρα από συμβατικά μανιχαϊστικά καλούπια.
Δε νομίζω ότι υπάρχει άλλος σκηνοθέτης που να δαμάζει με τέτοια άνεση τα στοιχεία της φύσης: Αέρας, νερό, γη και φωτιά δημιουργούν μια πολυσύνθετη αρένα δράσης κατά τη διάρκεια της συνάθροισης και του συντονισμού των 7 σαμουράι, εντός της οποίας πολλαπλασιάζεται η περιπέτεια του ματιού σε μεγέθη σπάνιας εικαστικής και ερμηνευτικής ανταμοιβής. Η εξαίρετης αξίας γεωμετρία του Kurosawa ευθυγραμμίζει και τέμνει τον «καιρό», μεταδίδοντας την κατάλληλη στιγμή στα γεγονότα, όταν, για παράδειγμα, θα κυριαρχήσει το νερό στη γαλήνια αλλά και ατίθαση του μορφή, όπως στη σεκάνς αιφνιδιασμού των ληστών στους καταρράκτες, πριν αναλάβει την χορογραφία η φωτιά με την καλύβα να παραδίδεται στις φλόγες μαζί με ληστές και τις γυναίκες-τρόπαια από προηγούμενες επιδρομές.
Το γυναικείο στοιχείο που είναι διαρκώς υποπροσδιορισμένο στα έργα του Kurosawa –συγκρινόμενο με άλλους της κλασικής περιόδου, όπως ο Mizoguchi και ο Ozu– εμφορείται από την οργή της μάνας που έχασε τον γιό της σε παλαιότερη επιδρομή, την στέρηση της πρωταρχικής προσάρτησης στη μάνα, όπως τη βίωσε ο Kikuchiyo και την «αναβιώνει» στην υπέροχη σκηνή θανάτου της μάνας στον φλεγόμενο νερόμυλο κατά την νυχτερινή έφοδο των ληστών και, επίσης, σε μόνο μια αισθησιακή στιγμή, όταν η κάμερα τοποθετημένη λίγο πάνω από το έδαφος αποκαλύπτει την Shino στο λουτρό της με τα επιμελώς ακάλυπτα μέρη του σώματός της (πλάτη, πέλματα) να αρκούν για να δικαιολογήσουν τον κίνδυνο αρπαγής της αλλά και τη βίαιη μετατροπή της σε «αγόρι» από τον απελπισμένο πατέρα της ως άμεση ενεργοποίηση του οικογενειακού ένστικτου αυτοσυντήρησης.
Τα μεγαλοπρεπή κοντινά πλάνα αποτελούν το καθένα μία αισθητική πρόταση και πρόκληση συνάμα. Έχοντας δει πάμπολλες φορές το ανθρώπινο πρόσωπο να κινηματογραφείται στη φύση και δίπλα σε λουλούδια σκεφτόμαστε το «υποδειγματικό πλάνο» (δηλαδή τον «ενδεδειγμένο» τρόπο με τον οποίο συνήθως κινηματογραφείται μια κατάσταση ή ένα στιγμιότυπο) που υπενθυμίζει ο Christian Metz και που εδώ, για παράδειγμα, στο χυμένο ανάμεσα στις μαργαρίτες πρόσωπο του Katsuhiro, ανακατατάσσει ό,τι έχουμε δει μέχρι τώρα, εκτινάσσοντας την αίσθηση δυναμικής ζωτικότητας του νεαρού σε οπτικά κωδικοποιημένο μνημείο ρομαντισμού.
Ο αγέρωχος και δωρικός Kyūzō θα αποτελέσει υπόδειγμα εγκράτειας και ταπεινοφροσύνης σε αντίθεση με τον γελωτοποιό (αλλά επινοητικό όταν πρέπει) Kikuchiyo (σίφουνας ο Mifune στις επικές σεκάνς) να κομπάζει διαρκώς και με άγνοια κινδύνου να γελοιοποιεί τους τρομερούς ληστές. Ενδιάμεσος κρίκος ο συνετός μετρ της τακτικής Kambei και στην αντίπερα όχθη το φοβισμένο, σαν ενσάρκωση αρχαιοελληνικού προσωπείου αριστοφανικής κωμωδίας, πρόσωπο-μάσκα του χωρικού (ο πάντα εξαιρετικός Bokuzen Hidari) που σκότωσε για πρώτη φορά και κέρωσε από τον τρόμο της πράξης του, έστω κι αν επρόκειτο για αυτοάμυνα.
Οι σκηνές εισβολής στο χωριό και της μάχης στη λασπουριά είναι κάτι παραπάνω από θεαματικές με τα ανίκητα τράβελινγκ του Kurosawa, τα καλύτερα ίσως wipes του στο μοντάζ και τον όγκο του κάθε κάδρου να συνταράσσουν συθέμελα τις συνισταμένες της αντίληψης του θεατή. Η χειραφέτηση του χωριού θα απεικονιστεί μαζί με την ηρεμία της φύσης στους ορυζώνες και τα τραγούδια για τη νέα σοδειά, με την βαθιά επίγνωση, όμως, ότι για άλλη μια φορά οι σαμουράι ηττήθηκαν, όχι τόσο από τις απώλειες των τεσσάρων εξ αυτών, αλλά από το γεγονός ότι την πραγματική υπέρβαση την πέτυχε το συλλογικό υποκείμενο.
Σπύρος Γάγγας
Shichinin no samurai / Seven Samurai (Akira Kurosawa, Japan, 1954)