(Tα τραγούδια της καταπίεσης)
των Marianne Hougen-Moraga & Estephan Wagner
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_song-of-repression.jpg

Τα μέλη μιας χορωδίας συναντιούνται σ’ έναν υπαίθριο χώρο για να κάνουν πρόβα τους ύμνους που θα τραγουδήσουν σε μια γιορτή. Βρισκόμαστε στη Χιλή, στη «Βίλα Μπαβιέρα», πρώην «Αποικία της Αξιοπρέπειας» σύγχρονο κέντρο αγροτουρισμού και έδρα φονταμενταλιστικής γερμανικής ευαγγελικής αίρεσης. Η φύση γύρω είναι υπέροχη, ένας «μικρός παράδεισος» που, όμως, υποκρύπτει μέσα του το Κακό σε πολλές παραπάνω μορφές απ’ όσες μπορούμε αρχικά να αντιληφθούμε.
Το 1961 μια ομάδα Γερμανών ευαγγελιστών με επικεφαλής τον Πολ Σέφερ (πρώην ναζί υπαξιωματικό) πήγε στη Χιλή για να ιδρύσει εκεί μια κλειστή εκκλησιαστική σέκτα. 300 Γερμανοί εντάχθηκαν στους κόλπους της κοινότητας αυτής που λειτούργησε για 36 χρόνια μέχρι να αποκαλυφθεί -μετά την πτώση του Πινοσέτ- ότι δεν ήταν παρά ένα κολαστήριο απλήρωτης, εξαντλητικής εργασίας, άγριων ξυλοδαρμών και βιασμών παιδιών (όλων ανεξαιρέτως) από τον Σέφερ και τους επικεφαλής «ιεράρχες». Ο Σέφερ, που συνελήφθη το 2006, πέθανε στη φυλακή 4 χρόνια μετά παίρνοντας μαζί του απαντήσεις κι ονόματα που δεν ζήτησε να μάθει κανένας. Κανείς άλλος δεν κατηγορήθηκε και τα περισσότερα μέλη επέστρεψαν στη Γερμανία παρ’ ότι, όπως αποκαλύφθηκε στη διάρκεια της χούντας η «Αποικία» υπήρξε κέντρο βασανιστηρίων και θανάτωσης πολιτικών κρατουμένων – πολλοί από τους οποίους βρίσκονται θαμμένοι στις εκτάσεις της.
Οι σκηνοθέτες της ταινίας, Μάριαν Χόουγκεν-Μοράγια και Έστεφαν Βάγκνερ στις, καταγράφουν την καθημερινότητα των 20 ατόμων που έχουν απομείνει σήμερα στη «Βίλα». Παίρνουν συνεντεύξεις από κατάκοιτους ηλικιωμένους, που αναπολούν με καλοκάγαθο χαμόγελο τις παλιές, καλές ημέρες και από τα μεσήλικα πλέον θύματά τους που διηγούνται τις κτηνωδίες που υπέστησαν ή προσπαθούν να δικαιολογήσουν το παρελθόν έχοντας ίσως γίνει συνέχειά του. Οι δημιουργοί δεν παίρνουν λεκτικά θέση, υπενθυμίζουν όμως κάθε τόσο με εικόνες (π.χ. τις εγκαταστάσεις της σάουνα στον παλιό χώρο βιασμού των παιδιών, τους σκαμμένους τάφους κλπ) τη Φρίκη που όσο αν προσπαθεί να ξεχαστεί εξακολουθεί να τριγυρίζει τους πρωταγωνιστές όπως οι μέλισσες και τα αεροπλάνα που πετάνε πάνω απ’ τα κεφάλι τους κάθε τόσο.
Τελειώνοντας το καθηλωτικό αυτό ντοκιμαντέρ, ο θεατής δύσκολα θα μπορέσει να αποφασίσει τι είναι το πιο ανατριχιαστικό: η ήρεμη όψη του Κακού, η ένταση της πολιτικής ατιμωρησίας, η αδιαφορία του κοινού-τουριστών, η εσωτερίκευση της κακοποίησης και το αξεπέραστο του τραύματος ή τα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής που καταλύει πάντα τον Παράδεισο και ψάχνοντας στην Άβυσσο για το πρόσωπο του τέρατος δεν συναντά εκεί παρά μόνο τον εαυτό της.