(Αυτό δεν είναι ταφή είναι Ανάσταση)
του Lemohang Jeremiah Mosese
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Σ’ ένα μέρος ανάμεσα στ’ όνειρο και την παραίσθηση ένας άνδρας λέει μια αφρικάνικη ιστορία. Στην πεδιάδα της Γης του Θρήνου, που οι ιεραπόστολοι βάφτισαν Ναζαρέτα, μια ηλικιωμένη χήρα μαθαίνει ότι πέθανε ο γιός της. Ολομόναχη πια, κλείνεται σπίτι της και φωνάζει το Χάρο, αλλά εκείνος δεν έρχεται κι η γυναίκα βγαίνει για να φροντίσει η ίδια την ταφή της. Δεν φαίνεται να προλαβαίνει, όμως, αφού η κυβέρνηση θέλει να φτιάξει φράγμα που θα πλημμυρίσει το χωριό κι οι κάτοικοι θα πρέπει να αφήσουν τα χώματα και τους τάφους των προγόνων τους πίσω. Τη γυναίκα δεν την νοιάζει πια η ζωή, αλλά θα παλέψει για τους νεκρούς και τον τόπο της και κανείς δεν θα μπορέσει να τη σταματήσει.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να πεις μια ιστορία στο σινεμά, ο Λεμοχάνγκ Τζερεμάια Μοσέσε κατόρθωσε να βρει το δικό του, γράφοντας μαζί με την Nadja Dumouchel ένα σαφές στις παραμέτρους του σενάριο και μπολιάζοντας το με γενναίες δόσεις παράδοσης, θρύλου κι ονειρικής διάθεσης σε τέτοιο βαθμό που να το μετατρέψει σε Μύθο. Έτσι μαζί με την ιστορία μιας γυναίκας το Αυτό δεν είναι ταφή είναι Ανάσταση μιλά για τη ζωή και το θάνατο, το ρήμαγμα των ανθρώπων απ’ την Εξέλιξη, την εγκατάλειψη της φύσης, την εκμετάλλευση των αφρικανικών πόρων, τη διαφθορά της εξουσίας, την αδυναμία της θρησκείας και το σθένος της ανθρώπινης ψυχής που έχει τη δυνατότητα να υπερβεί ακόμα και μια συντελεσμένη ήττα. Το κορίτσι στο τέλος-ακριβώς σαν τον Καλλιτέχνη- θα δει αυτό που οι άλλοι δεν αντιλαμβάνονται και ο χαμένος στο χωρόχρονο αφηγητής (η υπέροχη ατμοσφαιρική αρχική σκηνή με το τράβελινγκ σαν μια άλλη ταινία μέσα στην ταινία) ως άλλος ραψωδός δεν θ’ αφήσει αυτό που βούλιαξε να χαθεί, ξαναβάζοντάς το με τα λόγια του στην Ιστορία. Η κινηματογράφηση μετατρέπει την οθόνη σε ζωγραφικό καμβά, ειδικά στις σκηνές των εσωτερικών χώρων, που καδράρονται σαν πορτραίτα ή νεκρές φύσεις και διαρκούν αρκετά ώστε ο θεατής να μπορέσει να τα θαυμάσει, με το μπλε, το καφέ και το μαυροντυμένο κεφάλι να μας καρφώνονται στο μυαλό, σαν το επαναλαμβανόμενο μοτίβο της ψυχής ενός τόπου. Η κάμερα αποκτά κίνηση και ταχύτητα, υιοθετεί μια ντοκιμαντερίστικη, σχεδόν εθνογραφική οπτική όταν απεικονίζει τη ζωή και τις συνήθειες των κατοίκων, αποτυπώνει την ονειρική ομορφιά της αφρικανικής γης αδιάρρηκτα δεμένης με τις παραδόσεις της, που κινδυνεύουν σαν το αγριεμένο άλογο που διακρίνουμε θολά μέσα απ’ το φευγαλέο της εικόνας. Η πρωταγωνίστρια Μαίρη Τουάλα, σηκώνει στους ώμους της όχι μόνο την ευθύνη του αγώνα για τους νεκρούς, αλλά και το βάρος της ταινίας, δεσπόζοντας με τη σμιλεμένη απ’ το χρόνο μορφή της στα δρώμενα και ερμηνεύοντας σχεδόν αρχετυπικά με το βλέμμα και τις κινήσεις της μια γυναίκα που ζητάει το θάνατο αλλά δεν τον αφήνει να τη νικήσει. Ιδιαίτερη μνεία στη φωτογραφία, την εξαιρετική σκηνογραφία, αλλά και στη χρήση της μουσικής εντελώς αντίστοιχη με μια εποχή που οι λειτουργίες της φωνής αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας των ανθρώπων.
Στο τέλος αυτό που μένει είναι μια αίσθηση δύναμης, σαν ένα όραμα για τον κόσμο που βούλιαξε μέσα στην πραγματικότητα, παραμένει, όμως, ζωντανό κάτω απ’ τα νερά της, χτυπώντας συνεχώς τις καμπάνες του, έτοιμο να αναδυθεί ξανά αρκεί κάποιος να θελήσει να το ακούσει.
Ειδικό Βραβείο Οραματικής Δημιουργίας της Επιτροπής στο Φεστιβάλ του Σάντανς 2019.