(Ancient Soul)
του Alvaro Gurrea
Ο Yono, ή αλλιώς Mbah Jhiwo (αρχαία ψυχή), εργάτης στα ορυχεία θείου του γνωστού ηφαιστείου Kawah Ijen της Ιάβας, βλέπει τη ζωή του να αλλάζει ριζικά, όταν τον εγκαταλείπει η γυναίκα του. Εγκλωβισμένος σαν τον Σίσυφο σε έναν κύκλο αέναης επιστροφής , ο Yono θα αντιμετωπίσει – σε μια διαφορετική εκδοχή του εαυτού του-επανειλημμένα παρόμοιες καταστάσεις που μεταλλάσσονται, καθώς οι πεποιθήσεις του μετακινούνται από τον ανιμισμό στη θρησκεία του Ισλάμ και από εκεί στον καπιταλισμό. Μια εθνογραφική ταινία που συνδυάζει στοιχεία μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ (ethnofiction), διερευνά την ετερότητα και αμφισβητεί τον μύθο της προόδου στη νεοαποικιακή πραγματικότητα των νησιών της Ινδονησίας.
Στον πυρήνα της ταινίας βρίσκεται η έννοια της μεταβλητότητας, τόσο από ανθρωπολογική όσο και από μεταφυσική άποψη. Ο Ισπανός Alvaro Gurrea, επιλέγει να κινηματογραφήσει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του στο χωριό Bulusari της Ιάβας, κάτω από το επιβλητικό ηφαίστειο Kawah Ijen, έναν τόπο επίπονης εργασίας, αλλά και πόλο έλξης των τουριστών. Η σκληρή χειρωνακτική εργασία εξόρυξης του θείου εξάλλου προβάλλεται από την αρχή όχι μόνο με άψογα φωτογραφημένα πλάνα αλλά και με τη διαρκή υπενθύμιση της δυστυχίας στην οποία φαίνονται να είναι καταδικασμένοι οι ντόπιοι εργάτες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξελίσσονται οι ιστορίες τριών αντρών που εγκαταλείπονται εντελώς ξαφνικά και χωρίς καμία εξήγηση από τις γυναίκες τους. Μια πράξη που η θεραπεία της επιχειρείται με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά: από τον σαμάνο και τον κόσμο των φαντασμάτων και της μαγείας, στον ιμάμη του ισλαμικού τζαμιού και τέλος στον γιατρό επιστήμονα. Επιφέρει ωστόσο νομοτελειακά και στις τρεις περιπτώσεις έναν θάνατο.
Ο Gurrea δηλώνει σχετικά με την ταινία: « Η αφήγηση απομακρύνεται συνειδητά από τις συνήθεις κλασικές κατασκευές του άλλου, που δείχνουν προγονικές τελετές και πεποιθήσεις, και εξελίσσεται σε μια αντανάκλαση του άλλου στον ίδιο του τον εαυτό, ή ένα είδος παιχνιδιού μεταξύ των διαφορετικών εγώ. Παράλληλα η σχέση μου με τους χαρακτήρες γνώρισε μια παρόμοια εξέλιξη κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών που συμμετείχαμε στο project. O χώρος που δημιουργήθηκε μέσω της ταινίας ήταν το όχημα μέσω του οποίου εξερευνήσαμε αποστάσεις, κατασκευές της πραγματικότητας και μορφές επικοινωνίας. Στο μικρό χωριό Bulusari, όπου διαδραματίζεται η ταινία και όπου ζουν όλοι οι χαρακτήρες, παρατήρησα τη συνύπαρξη τριών μυθικών στρωμάτων που ταυτίζονται με την πρόσφατη αποικιακή ιστορία της Ινδονησίας: το ινδουιστικό-ανιμιστικό, το ισλαμικό και το τεχνο-καπιταλιστικό. Ήταν εύκολο να σκεφτούμε καταστάσεις, χώρους και τελετές που να αντιστοιχούν σε αυτές τις τρεις διαστάσεις και από αυτήν την ιδέα, με έναν αρκετά διαισθητικό και παιχνιδιάρικο τρόπο, δομήσαμε την αφήγηση. Λάβαμε επίσης υπόψη μας το γεγονός ότι η εικόνα των ανθρακωρύχων του Kawah Ijen σχετίζεται με την έννοια της φτώχειας στην οποία καταδικάζονται όσοι δεν συμμετέχουν στο παγκόσμιο εμπόριο. Ήταν μάλλον σημαντικό να απομακρυνθεί η ταινία από αυτό το στίγμα, να μπει σε κάτι ίσως ανώτερο και να αμφισβητηθεί η πρόοδος ως μύθος της νεωτερικότητας. Ό,τι με γοήτευσε ήταν επίσης ο χώρος, που του επιτρεπόταν να παρεμβαίνει κατά βούληση, αλλά παρέμενε πιστός στην κινηματογραφική διαδικασία».
της Καλλιόπης Πουτούρογλου