Με διάρκεια λίγο παραπάνω από την ώρα, η ασπρόμαυρη ταινία μοιάζει να ανοίγει μια νέα θεματική για τον κορεάτη δημιουργό: αυτή τη φορά είναι η γονεϊκότητα που βρίσκεται στο κέντρο. Όπως και στις άλλες ταινίες του σκηνοθέτη έτσι και εδώ μπορούμε να βρούμε το βάρος των προσωπικών επιλογών που κάποιες φορές συντρίβουν τις ζωές, όμως σε ανάλαφρους τόνους. Και όπως πάντα υπάρχει ένας στοχασμός για την αφήγηση, πάντα με μια ελαφρότητα στη τελική επίγευση.
Ένας βελονιστής γιατρός που λίγο πριν δεχτεί επισκέψεις προσεύχεται για να του δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία. Ένας διάσημος ηθοποιός που επισκέπτεται το ιατρείο του. Ένα ζευγάρι νεαρών που χωρίζει στην πόρτα του ιατρείου. Ο νεαρός που στην αίθουσα αναμονής του ιατρείου περιμένει τον γιατρό. Η υπάλληλος του ιατρείου…
Χωρισμένη σε τρία μέρη, η ταινία από το αρχικό της επεισόδιο δεν προϊδεάζει τον θεατή της ούτε για το θέμα της ούτε για το κεντρικό της πρόσωπο. Αυτό όμως αποτελεί μέρος της σκηνοθετικής στρατηγικής (ή κατ’ άλλους τέχνης): ο Hong Sang-soo βυθίζει τον θεατή μέσα σε μια αφηγηματική ομίχλη, αποπροσανατολισμένο και χωρίς ενδείξεις για την κατεύθυνση και τον τόνο, για το raison d'être της ταινίας. Καμία ένταση, καμία δραματουργική υπερβολή, μόνο χαλαρότητα. Ως να είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι ενός βελονιστή γιατρού, αναμένοντάς τον. Όμως, όπως οι βελόνες ενός βελονιστή εισέρχονται στο σώμα ενός ασθενή και ενεργοποιούν σιγά –σιγά τα ζωτικά σημεία, έτσι και στην ταινία τα σχήματα και οι μορφές της σιγά –σιγά γίνονται αδρά και σαφή. Ένας νεαρός χωρισμένων γονιών, με προβληματική σχέση με τον πατέρα του, τραυματισμένος από τον χωρισμό του με την κοπέλα του, έχοντας με μικρή θητεία στην υποκριτική τέχνη, βρίσκεται σ’ ένα προσωπικό αδιέξοδο : έτσι θα μπορούσε να αποδοθεί το καταστάλαγμα της αφήγησης.
Η ταινία βρίθει αφηγηματικών και σκηνοθετικών τόπων και τρόπων, τόσο οικείων σε όποιον έχει παρακολουθήσει το έργο του σκηνοθέτη. Ο έρωτας ως ένα καθοριστικό στοιχείο, τo κάπνισμα ως ένας χώρος για την ανάπτυξη οικειότητας και την περισυλλογή, η χρήση του διαλόγου ως μέσο ανάπτυξης της δραματικής πλοκής, η χρήση του zoom –ο μοναδικός σκηνοθέτης που το κάνει στο σινεμά σήμερα- για τον τονισμό και την εμβάθυνση σ’ ένα πρόσωπο, η τελετουργία του φαγητού και του ποτού ως χώρου συζητήσεων περί έρωτος και ηθικής, η απελευθερωτική μέθη, το όνειρο που εισβάλλει την πραγματικότητα και γίνεται αδιαχώριστο μ’ αυτήν, η παραλία και η θάλασσα που απελευθερώνει, το ταξίδι στην Ευρώπη (αυτή τη φορά στη Γερμανία και το Βερολίνο). Παράλληλα, στην αφηγηματική γραμμή βρίσκουμε κάποιες νέες εμμονές: η ηλικιακή διαφορά, ο ρόλος του γονέα, το επίσημο και ανεπίσημο ύφος στο λόγο.
Αν και η ταινία στο τρίτο και τελευταίο της μέρος φαίνεται ότι είναι προσανατολισμένη στο πρόσωπο του τελούντος εν συγχύσει νεαρού πρωταγωνιστή της, ωστόσο ο ρόλος των μεγαλύτερων σε ηλικία χαρακτήρων –των γονέων και όχι μόνο- σ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας δείχνει να είναι κομβικός και καίριος: ποδηγετούν τη ζωή των τέκνων τους. Μοιάζουν ως αυτοί να συνιστούν τα δεσμά και τα βάρη του νεαρού ήρωα. Έτσι η είσοδος του στη παγωμένη θάλασσα, το χειμερινό κολύμπι, μοιάζει ως ένα σοκ, ως μια καινούρια αρχή: το σώμα εμβαπτίζεται και απελευθερώνεται από τα βάρη του παρελθόντος. Αυτή είναι η αληθινή εισαγωγή στη νέα ζωή…
Δημήτρης Μπάμπας