(Το αγόρι του Θεού)
του Marco Bellocchio
(κριτική: Σπύρος Γάγγας)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_rapito.jpg

Θα πρέπει να ανατρέξουμε στον αναρχισμό του πρώιμου Μπελόκιο προκειμένου να συγκροτήσουμε τον άξονα της κριτικής του στη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, όπως αυτή εκδιπλώνεται στην πρόσφατη ταινία του «Το αγόρι του Θεού». Η σύγκρουση με τους θεσμούς αποτελεί πάγιο στοιχείο ενός πολιτικού σινεμά το οποίο άλλοτε λαμβάνει τη μορφή μιας «αλλόκοτης» αναρχικής πραγματείας, όπως στο «Οι Γροθιές στην Τσέπη» (1965) όταν σκιαγραφείται με κυνικό χιούμορ η ενδόρρηξη της αστικής οικογένειας με τα παραδοσιακά της βαρίδια, άλλες φορές μέσα από το σχήμα της κοινωνίας της πειθάρχησης με γνώμονα και την ψυχαναλυτική παγίωση του «πατέρα» στη θεσμική του αναπαράσταση και λειτουργία, όπως συμβαίνει στο συναφές με την «Απαγωγή» «Εν Ονόματι του Πατρός» (1971), ή άλλες φορές, όπως στα «Βιασμός στην Πρώτη Σελίδα» (στόχος εδώ είναι ο διαπλεκόμενος τύπος) (1972) και το «Άλμα στο Κενό» (1980) όπου η οικογένεια και η δικαιοσύνη γίνονται αντικείμενα οργισμένης και απελπισμένης άρνησής τους. Αλλά και στην πιο σπουδαία ίσως ταινία της ύστερης περιόδου, τον «Προδότη» (2019), ο Μπελόκιο εισάγει μια πιο εποικοδομητική ματιά αντίστασης στα οικογενειοκρατικά πλοκάμια της Μαφίας, ενώ στο «Ο Μαρξ Μπορεί να Περιμένει» (2021), αντικατοπτρίζει τον ίδιο του τον εαυτό εντός της εκτεταμένης οικογένειας δίχως, ωστόσο, να παρακάμπτει τις στρεβλώσεις της ίδιας του της κοινωνικοποίησης και συμφιλιώνεται μέσα από αυτή με τη συγκεκριμένη μορφή του ανήκειν, καθώς και με την απώλεια.
Στο «Το αγόρι του Θεού» ο Μπελόκιο αναμετράται για ακόμη μια φορά με τους δαίμονες της οικογένειας και της εκκλησίας, εμπνευσμένος από ένα ιστορικό γεγονός: της περίπτωσης Mortara. Το 1858 ο γεννημένος εβραίος Εντγκάρντο Μορτάρα απάγεται σε ηλικία έξι ετών από την Καθολική εκκλησία υπό τις εντολές του ιεροεξεταστή Πιέρ Φελέτι με την δικαιολογία ότι είχε βαπτιστεί καθολικός όταν βρέφος ακόμη είχε αρρωστήσει. Ο Μπελόκιο σκιαγραφεί τον αγώνα της οικογένειας να μεταστρέψει την απόφαση αυτή, κάτι στο οποίο πεισματικά δεν ενέδωσε ο Πάπας Πίος Θ. Παράλληλα, αφηγείται τη σταδιακή ενσωμάτωση (και προσηλυτισμό) του μικρού Εντγκάρντο στους κόλπους της Καθολικής εκκλησίας στην Μπολόνια με ηχηρό το κλίμα αντισημιτισμού αλλά και της μνησίκακης εξάρτησης της στη οικογένεια των Ρότσιλντ, πριν η ίδια η Καθολική εκκλησία συναντήσει τη νέμεση της με τη ναπολεόντεια κατακραυγή.
Σε αυτό τον αντικληρικαλισμό ο Μπελόκιο οικοδομεί μέσα μια υποβλητική ατμόσφαιρα τον λαβύρινθο της εκκλησιαστικής δομής και αντισημιτικής μηχανορραφίας αλλά και της σκέπης κάτω από την οποία περιβάλλει τον μικρό Εντγκάρντο. Από κινηματογραφική άποψη οι επιβλητικοί εσωτερικοί χώροι υπόκεινται σε διαδικασία αφαίρεσης του φανταχτερού στοιχείου. Ο φωτισμός που επιλέγεται συνάδει με την τεχνοτροπία της εποχής στην ζωγραφική της σχολής της Μπολόνια με έντονο το κιαροσκούρο. Αποδίδεται έτσι τόσο το ζοφερό στοιχείο της αποστειρωμένης εκκλησίας όσο και η χλωμή απόδοση των πιο έντονων χρωμάτων όταν αυτά απαιτούνται από το ντεκόρ και την ιστορική τους πιστότητα. Στις εξωτερικές λήψεις ο Μπελόκιο πετυχαίνει ένα καλύτερο αποτέλεσμα με υπογραμμισμένη την αίσθηση της προοπτικής αλλά και της σχεδόν μιμητικής ως προς τη ζωγραφική απόδοση των λιγοστών τέτοιων λήψεων. Λιγότερο επιτυχημένη φαίνεται να είναι η ονειρική σκηνή ενσάρκωσης του εσταυρωμένου στα μάτια του μικρού Εντγκάρντο, σκηνή η οποία μας προϊδεάζει για τη μαγεία και γοητεία του Ιησού που ασκείται στο παιδί από τα πρώτα στάδια της εγκόλπωσης των αρχών του Καθολικισμού. Αυτή η γοητεία και αίσθηση του ανήκειν (συστατικό του Καθολικισμού και της έμφασης που αποδίδει στο κοινοτιστικό στοιχείο) θα τεθεί αργότερα σε στιγμιαία απελπισμένη απομάγευση μπροστά στην ετοιμοθάνατη μητέρα του νεαρού Εντγκάρντο.
Στη δύση της καριέρας του ο Μπελόκιο κουβαλά ακόμη το φορτίο στηλίτευσης της δομικής εξουσίας την οποία χρεώνει στους «πυλώνες» της κοινωνίας. Είναι η θεωρητική συνέπεια και καλλιτεχνική επεξεργασία ενός ενιαίου προβληματισμού από τη δεκαετία του 60 μέχρι σήμερα θα πρέπει να τού πιστωθεί και είναι αυτή που τον καθιστά μεγάλο «δημιουργό», ακόμα και αν, αναμενόμενα, έχει κάπως εξασθενήσει στη σχετική βαθμίδα κινηματογραφικής δύναμης με το «Το αγόρι του Θεού».