(Η Χίμαιρα)
της Alice Rohrwacher
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_la-chimera.jpg

Ραβδοσκόπος, τυμβωρύχος κι ονειρευτής, μόνιμος αναζητητής ενός θαμμένου παρελθόντος και μιας γυναίκας που χάθηκε, ο νεαρός Άγγλος Άρθουρ επιστρέφει μετά την αποφυλάκισή του στο παραθαλάσσιο χωριό της Τοσκάνης όπου έμενε για να συνεχίσει τις παράνομες δραστηριότητές του με τους άλλους «τομπαρόλι». Οι συναντήσεις του με τη μητέρα της χαμένης του αγάπης και τη μαθήτρια -υπηρέτριά της, μετανάστρια Ιτάλια, του φωτίζουν λίγο την ψυχή, δείχνει, όμως, αδύναμος ν’ αντισταθεί στο κάλεσμα που του απευθύνει η γη έτσι όπως αναζητά και τη δική του Χίμαιρα στα πιο σκοτεινά έγκατά της.
Ένας άνδρας που αναζητά τον εαυτό του στο παρελθόν, άνθρωποι που λόγω φτώχιας κι απληστίας καταπατούν την ιερότητα του δικού τους, μια χώρα που ξεφτίζει αβοήθητη κυνηγώντας Χίμαιρες κι αυτή και η ματιά μιας ξένης ως ελπίδα κι ηθικό αντίβαρο στην παρακμή είναι τα βασικά θέματα της πολυδιάστατης Χίμαιρας της Αλίτσε Ρορβάχερ. Οι συλήσεις των αρχαίων ετρουσκικών τάφων που συνέβαιναν κατά κόρον στην Ιταλία την δεκαετία του 80 χωρίς σχεδόν κανείς ν’ αντιδρά, γίνονται έτσι για τη σκηνοθέτρια η αφορμή για μια υπερβατική πραγματεία πάνω στη ζωή και το θάνατο και τον τρόπο που το παρελθόν μας αποκαλύπτει -αν θέλουμε να το δούμε βέβαια- την κοινή ανθρώπινη μοίρα. Η πλοκή είναι μια παραλλαγή του μύθου του Ορφέα με τη μουσική να έχει τόσο σημαντικό ρόλο στην αφήγηση, ώστε κάποιες στιγμές να φαίνεται αυτή ο πρωταγωνιστής κι η ιστορία να είναι απλά η επένδυσή της. Η χίμαιρα του Άρθουρ εδώ δεν είναι τόσο η ανάγκη να φέρει την καλή του πίσω, όσο να βρει ένα Αλλού ή ένα Επέκεινα στο οποίο να είναι και οι δύο ζωντανοί σαν αυτό στο οποίο ήλπιζαν οι Ετρούσκοι όταν γέμιζαν τους τάφους τους κτερίσματα. Μέχρι να τα καταφέρει, το παρελθόν γίνεται ο μόνος τόπος στον οποίο νοιώθει πως ζει, όσο όμως η διακαής αυτή ανάγκη της ένωσης με το ανέφικτο τον αποκόπτει απ’ ότι είναι δίπλα του ζωντανό, είναι αμφίβολο αν μπορεί να ελπίσει σε κάτι περισσότερο απ’ τη μακαριότητα ενός θανάτου. Το ψυχικό του αδιέξοδο εκφράζει ταυτόχρονα κι εκείνο της σημερινής Ιταλίας, που όπως λέει η σκηνοθέτρια έχει χάσει τη δύναμη και τη συλλογική της συγκρότηση έτσι όπως ζει αποξενωμένη απ’ το παρελθόν κι από τις πραγματικές του αξίες. Η ματιά μια ξένης «Ιτάλια» (διόλου τυχαία η επιλογή του ονόματος), είναι λοιπόν αναγκαία σαν μια ένεση μνήμης και ζωτικότητας που μπορεί να βρει δρόμους για το μέλλον. Αυτή ακριβώς την δίοδο προς το μέλλον, η καθηγήτρια μουσικής της Ισαβέλας Ροσελίνι, αδυνατεί να τη βρει και παρουσιάζεται ακόμα κι ως ρόλος ανολοκλήρωτη έτσι όπως κάτω απ’ την καλότροπη επιφάνεια κρύβει την αρρώστια και την υποκρισία μιας ολόκληρης τάξης που απομυζά, λεηλατεί και λεηλατείται. Η ταξική διάσταση διατρέχει όλη την ταινία αυτή -κι όχι μόνο ως συγχωροχάρτι για τους φτωχοδιάβολους-, κι ο Παζολίνι σίγουρα θα χαμογελούσε βλέποντας το πώς η Ρορβάχερ βγάζει στην επιφάνεια στοιχεία απ’ το παρελθόν του ιταλικού νεορεαλισμού φτιάχνοντας το δικό της διακριτό -αλλά όχι πάντα ενιαίο ύφος. Το διονυσιακό πνεύμα των τομπαρόλι φωνάζει έτσι Φελίνι από μακριά (εξαιρετικές οι σκηνές με τους μεταμφιεσμένους) κι η τραχιά τους συμπεριφορά Παζολίνι. Οι σκηνές με τις αδελφές θυμίζουν κωμωδίες κοινωνικής κριτικής του Μονιτσέλι και το πνεύμα του Ροσελίνι αναβιώνει στον τρόπο που οι χώροι αποτυπώνουν ψυχικές καταστάσεις και η ταινία εκφράζεται μέσα απ’ την ηθική. Όσο γι αυτό το συνδυασμό μοντερνιστικής ματιάς, μουσικής και ποιητικότητας που αναδεικνύει το συλλογικό ασυνείδητο μέσα από ατομικές ιστορίες φέρνει απόηχους από αδελφούς Ταβιάνι. Και θα μπορούσε κανείς να συνεχίσει επί μακρόν την λίστα αυτή αφού η Ρορβάχερ είναι σίγουρο πως έχει μελετήσει πολύ στο δρόμο προς το δικό της σκηνοθετικό μέλλον. Υπαρξιακός χορός λοιπόν σε φόρμα ελεύθερη και συνδυαστική που παίζει ακόμα και με τους ρυθμούς της κίνησής του και παραπατάει κάποιες στιγμές, μια και πατάει μαζί σε υπερβολικά πολλές βάρκες, σηκώνεται, όμως κάθε φορά για να φωτίσει ακόμα πιο ανθρωποκεντρικά και δυνατά τις ανθρώπινες χίμαιρες και την ανάγκη μας να τις κυνηγάμε.