(Για πάντα νέοι)
της  Valeria Bruni Tedeschi
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_les-amandiers.jpg

Οι εισαγωγικές εξετάσεις τελειώνουν στην περίφημη δραματική σχολή Les Amandiers του Πατρίς Σερό, απ’ τις διασημότερες της Γαλλίας τη δεκαετία του 80,  κι οι λιγοστοί επιτυχόντες ξεκινάνε ένα ταξίδι ζωής που θα τους φέρει πιο κοντά στη τέχνη και στα όνειρά τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς που θα κληθούν ν’ ακροβατήσουν -σύμφωνα και με τις μεθόδους του Actors studio- στην κόψη του ταλέντου, της εποχής και της νιότης τους, είναι κι η γεμάτη ζωντάνια και πείσμα Στελά που θα ερωτευτεί τον εξίσου ταλαντούχο αλλά πολύ πιο σκοτεινό κι αυτοκαταστροφικό Ετιέν. Όταν η Σχολή θ’ αποφασίσει ν’ ανεβάσει τον Πλατόνοφ του Τσέχωφ, μια ιστορία ελπίδων και δράματος θ’ αρχίσει για όλους…
Χωρίς τις δεύτερες σκέψεις που αποκτάμε μεγαλώνοντας, αλλά μ’ όλη την ένταση που συνεπάγεται το να μην φοβάσαι να δώσεις γροθιά στο μαχαίρι, με όλη την ορμή, την αισιοδοξία και την χαρούμενη τύφλωση της νεότητας δηλαδή, το Για πάντα νέοι της  Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι, αυτοβιογραφικό, έντονο και ντοκιμαντερίστικο εκρήγνυται μπρος στα μάτια μας σαν μια εντελώς παροντική ιστορία θεάτρου, έρωτα και πάθους. Κάπως όπως συμβαίνει και με το ανέβασμα μιας θεατρικής παράστασης δηλαδή που μετατρέπει σε παρόν κείμενα του παρελθόντος, πόσο μάλλον που η  Μπρούνι Τεντέσκι, συνδυάζει εδώ τον τρόπο που το σινεμά και το θέατρο παίζουν με το παρελθόν και το παρόν, το καθένα με το δικό του τρόπο, αντίστοιχο, ίσως με τον τρόπο που το μυαλό αναπαριστά μια ανάμνηση ή που στην καρδιά μας μένουν τα όσα μας καθόρισαν σ’ ένα διαρκές εδώ και τώρα. Και μπορεί η σκηνοθεσία να παρακολουθεί κυρίως τα δρώμενα -που συχνά παρουσιάζονται έως και εν είδει καλειδοσκοπίου- χωρίς να εμβαθύνει περαιτέρω, παρά να προχωρά – όπως ίσως κάνουν και τα νιάτα-, όμως, η σκηνοθέτρια με τη βοήθεια του alter-ego της εδώ, της εξαιρετικής Νάντια Τερέσκιεβιτς κατορθώνει να επιταχύνει και να μεγεθύνει κάθε αίσθηση που θέλει να μεταφέρει στο θεατή εμπλέκοντάς τον, όλο και περισσότερο σ’ αυτή τη συνεχή διακύμανση χιούμορ, δράματος, έρωτος και τρόμου. Η ένταση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας,  οι συμπληγάδες των ναρκωτικών και η απειλή του AIDS, μπορεί να φανούν υπερβολικά σε κάποιους θεατές, αντιστοιχούν, όμως, σε μεγάλο βαθμό στο πνεύμα της δεκαετίας αυτής, αλλά και σ’ εκείνο μιας σχολής που έπαιζε με τα όρια κι αναζητούσε με αντισυμβατικό τρόπο την αλήθεια της τέχνης. Είναι εξάλλου γνωστή η αδυναμία του Σερό για την κοκαϊνη, αλλά και του συνδιευθυντή του Πιέρ Ρομάν για την ηρωίνη – δύο διαφορετικά ναρκωτικά που αντιστοιχούσαν σε δύο διαφορετικές ποιότητες που καθόριζαν και τον τρόπο σκηνοθεσίας τους – και στα οποία η ταινία επιμένει. Ειδικά ο Ρομάν, που ίσως να πρωταγωνιστεί εδώ περισσότερο απ’ ότι φαίνεται με την πρώτη ματιά, ήταν ένα σούπερ νόβα του γαλλικού θεάτρου που κάηκε πριν της ώρας του από υπερβολική δόση.  Η τρυφερότητα της σκηνοθετικής ματιάς μελώνει την τραχύτητα των καταστάσεων και των χαρακτήρων, η σκηνοθέτρια, όμως, δεν ωραιοποιεί γεγονότα και καταστάσεις και παρ’ ότι περιβάλλει μ’ αγάπη τον Σερό, αλλά και τον Ρομάν δεν τους χαρίζεται στο θέμα της συμπεριφοράς και των ελαττωμάτων. Η διαδρομή των ηθοποιών προς την παράσταση και η τύχη του έρωτα της Στελά και του Ετιέν γίνεται έτσι αναπαράσταση μιας ανάμνησης κι ενός έρωτα, περιγραφή μιας εποχής κι ενός χώρου, γράμμα αγάπης στη νιότη και στο θέατρο και μικρή πραγματεία για το τραύμα που καταστρέφει τον καλλιτέχνη ή τον κινεί  - η τέχνη σαν ένα στροβίλισμα μεταξύ ζωής και θανάτου.
«Ο Άμλετ φοβόταν να ονειρευτεί, εγώ φοβάμαι να ζήσω» λέει ο Πλατόνοφ καθώς αναμετριέται με τους δικούς του δαίμονες, εκτός, όμως, απ’ τον Ετιέν, το φευγαλέο της ζωής κι η μελαγχολία του μέλλοντος δεν είναι κάτι που αγγίζουν αυτά τα νιάτα.