του Άρη Δόριζα
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_giannis-spanos.jpg

Εξαιρετικό ντοκιμαντέρ-πορτρέτο κι ιχνηλάτηση της διαδρομής ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες, το Γιάννης Σπανός: Πίσω απ’ τη μαρκίζα του Άρη Δόριζα είναι ένας συγκινητικός φόρος τιμής και γράμμα αγάπης μαζί, ειλικρινές και γεμάτο ζεστασιά σ’ έναν σπουδαίο άνθρωπο που δεν πούλησε μούρη ποτέ και προτιμούσε να «μην έχει αυλή, αλλά κήπο» και με την ίδια ακριβώς ταπεινότητα κι ευγένεια, μ’ αρκετό χιούμορ και παιχνιδιάρικα, μας εξιστορεί τώρα μπροστά στην κάμερα τη ζωή του. Στο βαθμό που το επιθυμεί βεβαίως, μια και το φευγαλέο και το αθέατο υπήρξαν κι αυτά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Για παρέα έχει μερικά πολύ χαριτωμένα κινούμενα σχέδια, τα λόγια του Δόριζα, φωτογραφίες, συνεντεύξεις και σχόλια συνεργατών, φίλων και τραγουδιστών του και κυρίως τις μουσικές και τα τραγούδια του. Μέσα απ’ αυτά περνά μεγάλο μέρος της μουσικής ιστορίας αυτού του τόπου, της συλλογικής μας μνήμης, αλλά και της ζωής μας της ίδιας, όπως θα διαπιστώσουμε ενόσω αναμνήσεις και συναισθήματα θ’ αρχίσουν να μας χτυπούν διόλου δειλά την πόρτα.. Και βεβαίως αρκετοί θα μονολογούν κάθε τόσο με έκπληξη - «μα καλά, κι αυτό ο Σπανός το έχει γράψει;»
Και ναι, ο Σπανός το έχει γράψει, μια και ο «αξιαγάπητος», «παγκόσμιος», «κοσμοπολίτης» αυτός, που «άφησε βαθύ χνάρι στο ελληνικό τραγούδι» και «δεν του πετάς μισή νότα» ήταν μουσικά απρόβλεπτος κι ικανός να εξελίσσει με την ίδια επιτυχία μουσικά στιλ πολύ διαφορετικά μεταξύ τους – που τα ένωνε, όμως, η βαθύτερη, δική του ουσία. Με αγάπη, μεράκι, σεβασμό και τον απαραίτητο θαυμασμό, η ταινία διατρέχει όλη του την πορεία από τα παιδικά του χρόνια στο Κιάτο, στο ταξίδι στην Ευρώπη και στο Παρίσι για μια δυσθεώρητη καριέρα 15 ετών με τα τραγούδια του να λέγονται από μυθικά ονόματα της εποχής, όπως η Ζιλιέτ Γκρεκό, και με δίσκους ορχηστρικής μουσικής που έβγαζε με το ψευδώνυμο Κυριάκος. Κι από εκεί πάλι πίσω στην Ελλάδα για να μας χαρίσει το Νέο Κύμα, Τρεις Ανθολογίες με υπέροχη ποίηση, έντεχνα σ΄ άλλο στιλ και πολλά απ’ τα καλύτερα λαϊκά που ξέρουμε, καθώς και πολύ αξιόλογα κινηματογραφικά σάουντρακ, συχνά ανώτερα της ποιότητας των ταινιών που συνόδευαν μια και πάντα έλεγε ναι όταν φίλοι ζητούσαν τη μουσική του. Όλα αυτά, κάθε φορά με το δικό του, ιδιαίτερο τρόπο.
Ο τρόπος αυτός εκφραζόταν κυρίως με το πιάνο του, την πιο ερωτική ίσως σχέση της ζωής του, αφού στο παίξιμό του αφιέρωνε τις περισσότερες νύχτες του – μέχρι τουλάχιστον την ώρα που θα ξεπόρτιζε για να πάει σε λαϊκά κουτούκια και σκυλάδικα, κάνοντας γι ακόμα μια φορά το μη αναμενόμενο, μαζί με φίλους του όπως ο Άκης Πάνου ή ο Μητροπάνος.
Το πιάνο του Σπανού είναι πάντα εκεί, και το παίζει ο ίδιος, είναι η ψυχή του που μπαίνει ως εισαγωγή κάπου που θα περιμέναμε να υπάρχει ένα μπουζούκι ή κλαίει σαν μπουζούκι ή αναστενάζει ή μιλάει λυρικά και με τρυφερότητα ή κάνει ό,τι θέλει τέλος πάντων, την ίδια ώρα που η μελωδία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των ερμηνευτών αναδεικνύει τη φωνή τους δίνοντάς τους την ευκαιρία να εκφραστούν όσο γίνεται πληρέστερα, μια κι ο Σπανός τους θεωρούσε δημιουργούς εξίσου.
Το αθέατο είναι πάντα μέρος της μουσικής αυτής, όπως ακριβώς κι η αδιόρατη μελαγχολία του Σπανού, που υπάρχει ως αίσθηση σκοτεινιάς ή χαρμολύπης ακόμα και στα πιο αλέγκρα τραγούδια του κι ίσως να μην εκφράστηκε ποτέ πιο δωρικά και συγκλονιστικά απ’ ότι στο «Άνθρωποι Μονάχοι» και στο «Κάτω απ’ τη Μαρκίζα», με τη Μοσχολιού στον υπέροχο δίσκο τους, δύο τραγούδια σταθμούς που κι ο ίδιος θεωρούσε ως τα καλύτερά του.
Κάποια λόγια για το Σπανό των συναυλιών, για τα κοινά προγράμματα σε μαγαζιά μ’ άλλους συνθέτες, για τους μόνιμους συνεργάτες-τραγουδιστές του και για το χώρο του όπου έπαιζε χρόνια στο Κιάτο θα έπρεπε μάλλον να ειπωθούν - αλλά πάλι πάντα η τέχνη έχει ένα τρόπο ν’ αφορά κι αυτό που λείπει. Όπως ας πούμε τον πρόωρα χαμένο, μόλις στα 35 του χρόνια, Διονύση Θεοδόση, απ’ τους πιο αγαπημένους ερμηνευτές του Σπανού κι απ’ τις καλύτερες φωνές της δεκαετίας του 80 που δεν τον ακούμε (αν και ίσως θα έπρεπε), τον βλέπουμε, όμως, σε φωτογραφίες και σ’ αποκόμματα κριτικών για την Έξοδο Κινδύνου.
Για το τέλος αφήνω το Μορμόλη και τον τρόπο που η μουσική του Σπανού συντέλεσε στο να γίνει μαγική μια παιδική παράσταση που κανείς απ’ όσους την είδαμε δεν την έχει ξεχάσει. «Όσοι αγαπάνε, αγαπάνε» λέει ο Σπανός στο τέλος του ντοκιμαντέρ, «κι όσοι αδιαφορούν, αδιαφορούν». Εμείς λοιπόν κύριε Σπανέ, σας αγαπάμε ήδη απ’ τα επτά μας.