(κείμενο: Καλλιόπη Πουτούρογλου)
Οικογενειακά πορτρέτα. Καθημερινές ιστορίες συμβίωσης, έντονων χωρισμών, πρώιμης ή όψιμης ενηλικίωσης. Συγγενικοί δεσμοί και ενοχικά σύνδρομα. Η διαιώνιση ενός οικογενειακού τραύματος. Νατουραλιστικές απεικονίσεις και ψυχολογικές εμβαθύνσεις δύσκολων συγκατοικήσεων, αναζητήσεις της προσωπικής ταυτότητας, της αυτοσυμφιλίωσης. Οι τεταμένες οικογενειακές σχέσεις είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκαν πολλές, αν όχι οι περισσότερες, από τις ταινίες του Διαγωνιστικού Προγράμματος του 58ου Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι. Οι δημιουργοί τους -πολλοί από αυτούς πρωτοεμφανιζόμενοι-, με τις αφηγήσεις τους διαμορφώνουν ένα πολλά υποσχόμενο, οπτικά ποικιλότροπο κινηματογραφικό τοπίο.
I. Οικογενειακοί τριγμοί
Loveable, Lilja Ingolfsdottir
Η Maria (Helga Guran) είναι ήδη χωρισμένη με δύο παιδιά και έτοιμη πλέον να προχωρήσει επαγγελματικά, όταν σε φιλικό πάρτι θα πέσει επάνω στον γοητευτικό Sigmund (Oddgeir Thune). Εκείνος δεν την προσέχει καν, εκείνη τον κυνηγά επίμονα μέχρι να τον κατακτήσει. Οι δρόμοι τους θα συναντηθούν αργότερα εντελώς τυχαία και χάρη στην αποφασιστικότητα της γυναίκας οι δυο τους θα οδηγηθούν σε μια παράφορη ερωτική σχέση που θα καταλήξει σε γάμο με δύο δικά τους παιδιά. Εφτά χρόνια μετά, όταν η φλόγα θα έχει σβήσει και το βάρος των ευθυνών δημιουργεί ανισότητες, το ζευγάρι αδυνατεί να βρει τις ισορροπίες που θα το κρατήσουν ζωντανό, εξαιτίας κυρίως των εκρήξεων θυμού της γυναίκας και της δυσκολίας διαχείρισής τους.
Ταινία για ένα χωρισμό αλλά και πορτρέτο μιας γυναίκας που οδηγείται μέσα από οδυνηρές εμπειρίες στην αυτογνωσία και την αυτοεκτίμηση, το νορβηγικό Loveable θυμίζει τόσο τα σκανδιναβικά του πρότυπα, που η ηρωίδα του θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το «The Worst Person in the World» του Joachim Trier. Η Ingolfsdottir δημιουργεί ωστόσο έναν ιδιαίτερο γυναικείο χαρακτήρα, υπερβολικό και ανοικονόμητο, πάντα ετοιμοπόλεμο, τον οποίο φωτίζει διαφορετικά ανάλογα με την πορεία της αφήγησης. Το ενδιαφέρον εδώ έγκειται στις έντονες αντιπαραθέσεις του ζευγαριού, στις νοητικές διαδρομές και αναδρομές που φέρνουν μαζί τους συναισθηματικές αλλαγές και αποκαλύψεις, αλλά κυρίως στη δυναμική παρουσία της Helga Guran η οποία απέσπασε και το Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας. Η ταινία κέρδισε επίσης το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, το Βραβείο Fipresci, το Μεγάλο Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής και το Βραβείο Europa Cinema Labels.
Tiny Lights, Beata Parkanová
Η εξάχρονη Amalka κρατιέται μακριά από μια οικογενειακή διαμάχη. Περνά ένα ειδυλλιακό απόγευμα στη λίμνη με τον παππού και τη γιαγιά για να μάθει αργότερα ότι η φασαρία αφορούσε τον χωρισμό των γονιών της και την απόφαση της μητέρας της να ακολουθήσει τα όνειρά της και να φύγει στην Πράγα με έναν καλλιτέχνη.
Άλλη μία μικρή αυτή τη φορά ιστορία για έναν γάμο που διαλύεται, το τσέχικο Tiny Lights είναι γυρισμένο κυρίως από το ύψος των ματιών της μικρής του ηρωίδας. Η κάμερα που υιοθετεί την οπτική του κοριτσιού, ακολουθεί την εξάχρονη Amálka που παρακολουθεί τον χωρισμό των γονιών της πίσω από κλειστές πόρτες. Η μικρή δε γνωρίζει, απλά παρατηρεί σιωπηλά το περιβάλλον της, εκδηλώνοντας κατά διαστήματα τη δυσαρέσκειά της ή την επιθυμία της για προσοχή από τους ενήλικες. Η Mia Bankó στον ρόλο της Amálka καταλαμβάνει με τα μάτια της όλη την οθόνη, ενώ η ιστορία διαδραματίζεται ως επί το πλείστον εκτός κάδρου. Ο θεατής γίνεται εδώ περισσότερο ακροατής παρά κοινωνός μιας οικογενειακής περιπέτειας ( στην οποία κομβικό ρόλο παίζουν η γιαγιά και ένα κατοικίδιο, ο Mr. Cat), όπως τη βιώνει η μικροσκοπική ευφάνταστη καρδιά της παιδικής ηλικίας.
March to May, Martin Pavol Repka
Η πεζή καθημερινότητα μιας πενταμελούς οικογένειας στη σλοβακική ύπαιθρο διαταράσσεται από την αναπάντεχη είδηση της εγκυμοσύνης της μητέρας. Το ζευγάρι που έχει ήδη εισέλθει στη νοσταλγική αναπόληση του πρότερου οικογενειακού βίου, καλείται τώρα με προσοχή και επιφύλαξη να ανακοινώσει την έλευση του νέου μέλους στα μεγαλύτερα παιδιά. Κι ενώ ο πατέρας διοχετεύει την ενέργειά του σε πρακτικές οικιακές εργασίες, η θρησκευόμενη μητέρα αποδέχεται την κατάσταση με στωικότητα και εσωτερική ηρεμία.
Η ιστορία που εκτυλίσσεται από τον Μάρτιο μέχρι τον Μάιο δομείται γύρω από τις διαφορετικές αντιδράσεις των νεαρών μελών της οικογένειας απέναντι στην είδηση της εγκυμοσύνης της μητέρας. Μέσα από αυτές τις μεμονωμένες ιστορίες ο Repka με αργούς ρυθμούς και δίνοντας έμφαση στις μικρολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής και τη σταδιακή αφύπνιση της φύσης σκιαγραφεί με λεπτότητα το πορτρέτο μιας οικογένειας σε μετάβαση, που βρίσκεται σε φάση προσαρμογής σε μια νέα συνθήκη. Χρησιμοποιώντας την αποδραματοποιημένη παρατήρηση και υιοθετώντας συχνά το ύφος ενός ντοκιμαντέρ αποτυπώνει με λακωνικότητα τις αβεβαιότητες, τις ανασφάλειες και τα διλήμματα της κάθε ηλικίας, χωρίς μελοδραματικές εξάρσεις, σε τόνους οικείους αλλά και στοχαστικούς.
Our Lovely Pig Slaughter, Αdam Martinec
Μια οικογενειακή συγκέντρωση για την παραδοσιακή γιορτή της σφαγής ενός οικόσιτου χοίρου σε ένα παλιό αγρόκτημα γίνεται η αφορμή όχι μόνο για την πανηγυρική ένωση των τεσσάρων γενεών της εκτεταμένης οικογένειας του Karel, που είναι και ο διοργανωτής, αλλά και για την ανάδειξη μιας σειράς προβλημάτων που εδώ και καιρό σιγοβράζουν και βγαίνουν τώρα στην επιφάνεια με τραγελαφικό τρόπο.
Τυπική ιστορία που εξελίσσεται σε συγκεκριμένο χώρο (μια φάρμα) και χρόνο (από το σούρουπο μέχρι την αυγή) και με αφορμή μια γιορτή προβάλλει την οικογενειακή εστία ως πεδίο μάχης, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Martinec,- ο οποίος στο παρελθόν έχει ασχοληθεί με θέματα ταυτότητας και παράδοσης-, συνιστά νατουραλιστική απεικόνιση ενός μικρόκοσμου έμπλεου προσωπικών, οικογενειακών και κοινωνικών εντάσεων ή συγκρούσεων, που δίνονται με το γνωστό μαύρο τσέχικο χιούμορ. Κι ενώ η ταινία δίνει εξαρχής το στίγμα της, ολισθαίνοντας κάποιες φορές σε γνώριμα σχήματα, (το γνωστό χάσμα γενεών, οι έμφυλοι διαχωρισμοί, η αντιπαράθεση πολιτισμικών αξιών, τα καταπιεσμένα συναισθήματα) ό,τι την ξεχωρίζει είναι ο τρόπος με τον οποίο ο δημιουργός της κινηματογραφεί τις διαφορετικές ομάδες που συγκεντρώνονται για τις πατροπαράδοτες μα κάθε άλλο παρά εύκολες διαδικασίες της σφαγής και της μεταποίησης του γουρουνιού σε ποικίλα λαχταριστά εδέσματα. Χρησιμοποιώντας τόσο επαγγελματίες όσο και ερασιτέχνες ηθοποιούς, και περνώντας από το δραματικό στο κωμικό και από το εθιμοτυπικό στο ψυχογραφικό, ο Martinec, μας παραδίδει με χιουμοριστικό τρόπο το ζωντανό πορτρέτο μιας κοινωνίας στο κατώφλι της νέας εποχής.