του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου
(κριτική: Σωτήρης Ζήκος)
Η ταινία αυτή είναι “δικιά μας” τόσο άμεσα και αυθεντικά “δικιά μας” που δεν ξέρω αν θα μπορούσε να τη νιώσει έτσι (σαν ψυχή) βαθιά κάποιος θεατής που δεν είχε ποτέ “το δικό του χωριό” με εικόνες και λαλιές, ακόμη και κραυγές, άλλων χρόνων μιας χώρας των προγόνων, όχι κάποιων ηρωικών προγόνων αλλά των δικών μας ανθρώπων (γιαγιάδες και παππούδες, γονείς, θείες και θείοι, ξαδέρφες και ξαδέρφια, ανήψια και ανηψιές) που ακόμη κι αν κάποιοι δεν βρίσκονται πια εν ζωή, κατοικούν μνημονικά κι αγαπητικά “για πάντα” εντός μας και μοιάζουν να επανέρχονται εδώ, μέσα από τη θέαση κι ακρόαση αυτής της ταινίας. Και πρόκειται βεβαίως για μια ταινία ολοκληρωμένη και όχι απλώς για ένα (ψυχρά ερευνητικό) ντοκιμαντέρ καθώς υπερτερεί σε αυθόρμητο και γνήσιο “δικό μας” χιούμορ και αποστάγματα σοφίας διαδοχικών γενεών, πέρα από κάθε επινόηση μυθοπλασίας...
Εκεί ψηλά, στα υψηλά ορεινά της καθημερινότητας ενός χωριού, το Αμαρματολικό της νότιας Πίνδου, κατά τη διάρκεια ενός αυτοσχέδιου τουρνουά ποδοσφαίρου τον μήνα Αύγουστο και όσα εξακολουθούν να την περιβάλλουν, επίμονα και δραστικά επί του πεδίου, ως συγγενική κοινότητα, ακόμη μέχρι σήμερα! Και ποιος ξέρει, για ακόμη πόσο; Τόσο όσο... κι αυτό είναι, για τώρα, αρκετό!
(27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης)