(Στο ποταμόπλοιο)
του Nicolas Philibert
(κριτική: Δημήτρης Μπάμπας)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_sur-l-adamant.jpg

Ένα παθιασμένος τραγουδιστής, με εμφανή κενά στην οδοντοστοιχία του, που τραγουδάει έναν ύμνο του γαλλικού ροκ – το La Bombe Humaine (1979) των Téléphone-, συνοδεία ακουστικής κιθάρας, πάνω σε ένα ποταμόπλοιο. Η κάμερα που παρακολουθεί από μακριά την κίνηση σε αυτό το πλωτό οίκημα, αραγμένο στις όχθες του Σηκουάνα κάπου στο Παρίσι. Μια ομαδική σύναξη- συνεδρία των ενοίκων του ποταμόπλοιου. Συζητήσεις για το ποδόσφαιρο και τη ζωγραφική, για το εμβόλιο. Βρισκόμαστε στο Adamant, ένα ποταμόπλοιο, κέντρο ανοιχτής προστασίας για ψυχικά αρρώστους, ένα χώρο όπου συνιστά το κέντρο της καθημερινότητας και της ζωής τους.
Η κίνηση στον εξωτερικό χώρο, στο ποτάμι. Εικόνες πλάνα από το εντυπωσιακό εσωτερικό χώρο αυτού του καταφυγίου -εντευκτηρίου. Σκηνές από τη ζωή και την καθημερινότητα των αρρώστων. Το ράψιμο, η μουσική, η ζωγραφική, το μαγείρεμα, οι συζητήσεις με τους θεραπευτές, οι οικονομικοί απολογισμοί, η κινηματογραφική λέσχη και το φεστιβάλ που διοργανώνεται. Η ενασχόληση με την τέχνη ως μια θεραπευτική διαδικασία...
Έχοντας ως αφετηρία τις στρατηγικές του Frederick Wiseman (Titicut Follies, 1967), ο σκηνοθέτης παρατηρεί και καταγράφει με προσήλωση και εμφανή ενσυναίσθηση τις τελετουργίες της καθημερινότητας του χώρου και τα πρόσωπα που συμμετέχουν σ’ αυτήν -αρρώστους αλλά και προσωπικό. Ωστόσο, εδώ δεν βρίσκουμε τις απεικονίσεις στην λεπτομέρεια που βρίσκουμε στις “θεσμικές/ ιδρυματικές εξερευνήσεις” του Frederick Wiseman. Ο Nicolas Philibert (Être et Avoir) μοιάζει να αδιαφορεί για τις λειτουργίες και τελετουργίες του θεσμού/ ιδρύματος. Αντίθετα, εστιάζει στα πρόσωπα και σχεδιάζει μια σειρά από μικρά πορτρέτα σκίτσα των ενοίκων-αρρώστων. Το βλέμμα του σ’ αυτά είναι γεμάτο ανυπόκριτο ουμανισμό, γεμάτο θέρμη και κατανόηση -καμία απόσταση, καμία επιφύλαξη. Εδώ οι τόνοι γίνονται κάποιες φορές προσωπικοί και εξομολογητικοί. Οι προσωπικές αγωνίες, τα άγχη, οι ελπίδες, τα συναισθήματα, οι πορείες μιας ζωής, οι απολογισμοί της, έρχονται συχνά στο κέντρο -και είναι αυτά η πρώτη ύλη για τη δημιουργία των πορτρέτων- σκίτσων. Είναι η απο-ασυλοποίηση και η απουσία του στίγματος της ψυχικής ασθένειας που κυριαρχεί στην σκηνοθετική οπτική.
Κατά τη διάρκεια της ταινίας είναι σαφές ότι, πέραν των ψυχικά αρρώστων, είναι και το συνεργείο που κινηματογραφεί που κρυφίως πρωταγωνιστεί σ’ αυτήν. Συχνά οι κινηματογραφούμενοι απευθύνουν το λόγο στο κινηματογραφικό συνεργείο, κάνοντας έτσι φανερή την παρουσία του -και σπάζοντας έτσι τον “τέταρτο τοίχο” του φιλμικού χώρου. Ό, τι δεν γίνεται άμεσα φανερό στις εικόνες της ταινίας, αλλά σαφώς υπονοείται, μέσα από αυτό το σπάσιμο του "τέταρτου τοίχου", είναι η σχέση εμπιστοσύνης που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτούς, τους ψυχικά ασθενείς και το συνεργείο που δημιουργεί αυτόν τον ντοκιμαντέρ. Είναι αυτή η σχέση εμπιστοσύνης που επιτρέπει την παρατήρηση και την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης. Είναι αυτή, εντέλει, η σκηνοθετική ηθική στάση, που αποτελεί το raison d’être της ταινίας, τον λίθο πάνω στον οποίο οικοδομείται...