(We believe you)
των Arnaud Dufeys & Charlotte Devillers
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2425_we-believe-you.jpg

Σήμερα είναι μια πολύ σημαντική μέρα για την Αλίς. Το δικαστήριο θα αποφασίσει αν θα εγκρίνει ή όχι το αίτημά της να διακόψουν τα δύο της παιδιά, Ετιέν και Λιλά, κάθε επαφή με τον πατέρα τους μετά από δική τους απαίτηση.  Ο Ετιέν τον κατηγορεί εδώ και καιρό για κάτι φρικτό, που, όμως, θα δικαστεί ξέχωρα από ποινικό δικαστήριο. Η Αλίς αγωνιά βλέποντας τα παιδιά της να αναστατώνονται στην ιδέα και μόνο της παρουσίας του πατέρα τους κι η δικηγόρος της την εμψυχώνει. Θα μπορέσει, όμως άραγε να κρατήσει την ψυχραιμία της μ’ εκείνον δίπλα της σ’ όλη τη διάρκεια της ακρόασης; Ξέροντας κιόλας πως τόσο άσχημα πράγματα συχνά ακόμα κι οι ειδικοί δεν θέλουν να τα πιστέψουν;  
Δυνατό δικαστικό δράμα μεγάλης αμεσότητας που επικεντρώνεται στο πρόσωπο της μάνας το On vous croit (We believe you) σε σενάριο και σκηνοθεσία των Arnaud Dufeys και Charlotte Devillers αποδίδει πολύ κοντινά και ρεαλιστικά, με μια χροιά ντοκιμαντέρ και μ’ ένα συνδυασμό επαγγελματιών κι ερασιτεχνών ηθοποιών και δικηγόρων μια ιστορία μυθοπλαστική μεν, αλλά απόλυτα αληθινή στην ουσία των όσων διηγείται. Και των όσων σ’ ένα δεύτερο επίπεδο καταγγέλλει.  Η Μιριέμ Ακεντιού ερμηνεύει με γνήσιο σπαραγμό, την σχεδόν αρχετυπική φιγούρα της Αλίς, μιας μάνας που προσπαθεί να προστατεύσει τα παιδιά της από νέα τραύματα και ταυτόχρονα να τα βγάλει πέρα με τις συνέπειες της κακοποίησής τους, αλλά και μ’ ένα σύστημα που προχωράει αργά και συχνά κάνει ότι δεν βλέπει. Ο κίνδυνος μιας επαναθυματοποίησης, αλλά και το βαθύ αίσθημα ανημπόριας που επηρεάζει την ψυχική κατάσταση θυμάτων και φροντιστών εκφράζεται πολύ εύστοχα στην ταινία μια κι η Charlotte Devillers μεταφέρει στο On vous croit κι ένα κομμάτι της εμπειρίας της ως νοσηλεύτρια σε κλινική σεξουαλικής υγείας. Η κάμερα στέκει μπροστά στην αλήθεια, όπως ακριβώς στέκει κι απέναντι στο πρόσωπο της μάνας, παρακολουθώντας κάθε μικρή του λεπτομέρεια και βάζοντας το θεατή σε θέση μόνιμου μάρτυρα και παρατηρητή που βλέπει από πολύ κοντινή απόσταση τα όσα συμβαίνουν. Ταυτόχρονα του δίνει το χώρο ν’ αντιληφθεί με ποιο τρόπο το τραύμα γίνεται και σωματικό και πως δεν μπορούμε να περιμένουμε από ανθρώπους που περνάνε μια κόλαση να έχουν άψογη συμπεριφορά ή ατσάλινα νεύρα.
Η αίσθηση του στραγγίσματος που αποδεδειγμένα βιώνουν τα θύματα τέτοιων καταστάσεων (και ως δευτερογενή θύματα πρέπει να σκεφτόμαστε συχνά και τους φροντιστές τους), εκφράζεται πολύ πετυχημένα και εικαστικά στην ταινία όπου το χρώμα μοιάζει σε μεγάλο βαθμό να έχει στραγγιστεί απ’ το χώρο, κάνοντάς τον να μοιάζει σχεδόν ανοίκειος. Έτσι μάλλον φαντάζει κι ο κόσμος στα θύματα όσο νοιώθουν αδικαίωτα κι αβοήθητα και συνεχίζει ν’ αποστραγγίζεται από μέσα τους η χαρά της ζωής και η εμπιστοσύνη. Ο δικηγόρος που υπερασπίζεται τάχα τα παιδιά αλλά εμφορείται από δικές του ιδεοληψίες είναι μια ακόμα γνωστή φιγούρα τέτοιων υποθέσεων με τέτοιους επαγγελματίες να στηρίζουν -συχνά άθελά τους – την επαναθυματοποίηση μέσα από μια άρνηση να αντιληφθούν βασικές αρχές της λογικής και της ψυχολογίας.
Η κακοποίηση από γονική/συγγενική αιμομιξία συμβαίνει πολύ συχνότερα απ’ ότι θα θέλαμε να φανταζόμαστε όπως δηλώνουν και τα στοιχεία στο τέλος της ταινίας, με τις φορές που μένει αδήλωτη ή αδικαίωτη να μας κάνει ν’ αναρωτιόμαστε αν εξίσου σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα με την ίδια την πράξη να είναι κι ο τρόπος που η υπόλοιπη κοινωνία αρνείται να την κατονομάσει και να την δει και πολύ συχνά θεσμικά να την τιμωρήσει.  

Berlinale 2025/ Perspectives