της Lucrecia Martel
(το σχόλιο του Μισέλ Δημόπουλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_zama.jpg

Την Λουκρέσια Μαρτέλ, την μοναδική αυτή δημιουργό από την Αργεντινή τη γνωρίσαμε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης από την πρώτη της ταινία μεγάλου μήκους την “Cienaga” (Ο βάλτος, 2001), αγχωτική καταγραφή μιας επαρχιακής μικροαστικής οικογένειας αποτελματωμένης σ’ έναν κόσμο ανεπανόρθωτα παρακμιακό. Από τις 3 ταινίες που είχε γυρίσει, μόνο η δεύτερη το «Άγιο κορίτσι»(2004) είχε βρει διανομή στη χώρα μας ενώ η τρίτη «Γυναίκα χωρίς κεφάλη»(2008) κυκλοφόρησε, αν δεν κάνω λάθος, απευθείας σε dvd. Με μεγάλη μου έκπληξη είδα λοιπόν να προβάλλεται στην Αθήνα – με πρωτιά σε όλη την Ευρώπη αφού είχε προηγουμένως συμμετάσχει σε πολλά διεθνή φεστιβάλ- η τελευταία της δημιουργία, το «Ζάμα». Βασισμένη στο περίφημο λένε μυθιστόρημα του Αντόνιο ντι Μπενεντέτο (αριστούργημα κατά τον Μπολιάνο) η ταινία αποτυπώνει, μέσω μιας ελλειπτικής και παραισθησιακής αφήγησης, τη μοίρα ενός ήρωα «χωρίς ιδιότητες», ενός αντί-Αγκίρε, του αξιωματικού τοποτηρητή Δον Ντιέγκο ντε Ζάμα ξεχασμένου στο πουθενά, στο χάος της αποικιακής Νότιας Αμερικής του 18ου αιώνα. Σαν υπνοβάτης με ανεξέλεγκτες αντιδράσεις και άτοπες κινήσεις, ο Ζάμα περιμένει αμήχανος μια μετάθεση που δεν φτάνει ποτέ ενώ γύρω του βασιλεύει μια εκτρωματική παράνοια όπου βυθίζονται ζώα και άνθρωποι, Ισπανοί και ινδιάνοι. Με αποκορύφωμα τη τελευταία μισή ώρα της ταινίας όπου παρακολουθούμε τον Ζάμα μαζί με εξαθλιωμένους στρατιώτες να κυνηγούν στη διάρκεια μιας πορείας χωρίς τέλος σε φανταστικά μέρη, τον ληστή-φάντασμα Βικούνια (με αναφορές στο μέγα Γκλάουμπερ Ρόσα και το βραζιλιάνικο σίνεμα νόβο) και με μια σεκάνς ανθολογίας, ψυχεδελικού, μαγικού ύφους, αυτή της παράξενης συνάντησης - αιχμαλωσίας με κόκκινους ιθαγενείς. Η Μαρτέλ δείχνει πάντα ιδιαίτερη εικαστική μαστοριά στην απεικόνιση της αποσύνθεσης, της σήψης μιας κοινωνίας και το «Ζάμα» αποτελεί μια ακόμα ανεπανάληπτη «εμπειρία» στο θέμα αυτό.

Μισέλ Δημόπουλος