(Where the Night Stands Still )
του Liryc Dela Cruz
(κριτική: Καλλιόπη Πουτούρογλου)
Αργό στατικό πλάνο, ασπρόμαυρο. Ένα πρόσωπο αναδύεται στο φως, μέσα από το σκοτάδι που πλημμυρίζει το εσωτερικό ενός σπιτιού. Το πρόσωπο φαίνεται σα να διαλογίζεται με τα μάτια κλειστά. Είναι η Lilia, με καταγωγή από τις Φιλιππίνες, που υπηρέτησε πιστά για πάνω από 30 χρόνια την ιταλίδα κυρία της και μετά τον θάνατό της απολαμβάνει την απόκοσμη ηρεμία του παλιού αρχοντικού, του οποίου έλαχε μοναδική κληρονόμος. Η κάμερα την παρακολουθεί αργά στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους του σπιτιού να εκτελεί τελετουργικά απλές καθημερινές εργασίες. Και να προσεύχεται για την ψυχή της κυρίας της, ευγνωμονώντας την για όσα της πρόσφερε. Η τάξη θα διασαλευτεί όταν ένα πρωί η γυναίκα θα δεχτεί επισκέψεις. Είναι τα νεότερα αδέλφια της, η Rosa και ο Manny που ζουν στη Ρώμη , την αποκαλούν Ate (μεγάλη αδελφή) και έχουν να τη δουν καιρό. Η συγκρατημένη υποδοχή και η απόσταση που υπάρχει ανάμεσά τους θα εξελιχθούν σταδιακά σε χαλαρή φιλοξενία που θα επιτρέψει στα απομακρυσμένα αδέλφια να ανταλλάξουν σκέψεις, αγωνίες, παράπονα αλλά και απωθημένα χρόνων. Ωστόσο όσο η κάμερα θα πλησιάζει εγγύτερα στα πρόσωπα και οι εξαιρετικοί -λακωνικοί ως επί το πλείστον- διάλογοι θα φέρνουν στην επιφάνεια τις δηλητηριασμένες τους σχέσεις και μια μακραίωνη πικρία, τόσο η ανησυχία και οι υποψίες του θεατή θα γιγαντώνονται. Γιατί η προοικονομία είναι εδώ ορατή και η άγνοια του ήρωα γνήσια, όπως αυτή στις κλασικές τραγωδίες. Η μεταστροφή της τύχης της Ate έχει σχεδόν κάτι το νομοτελειακό και επιτελείται μέσα στο βαθύ σκοτάδι με τον πιο βίαιο τρόπο.
Υπάρχει κάτι που στοιχειώνει τον θεατή από την αρχή σε αυτή την απλή στην αφήγηση αλλά εντυπωσιακής αισθητικής και σκοτεινής εσωτερικότητας ασπρόμαυρη ταινία του Liryc Dela Cruz. Ενός πολυδιάστατου φιλιππινέζου καλλιτέχνη, που ζει και εργάζεται στη Ρώμη και έχει μακρά πορεία στη διερεύνηση θεμάτων σχετικών με την ιστορία αυτόχθονων του Ειρηνικού, τις αποικιοκρατικές πρακτικές αλλά και τις μετααποικιακές Φιλιππίνες, εστιάζοντας κυρίως στην καταγωγή και τη βιογραφία εργαζόμενων στην παροχή φροντίδας.
Μια μυστηριώδης αίσθηση εγκλωβισμού σε έναν μη- τόπο αιωρείται εξαρχής σε αυτό το 500 ετών σπίτι. Είναι ο τρόπος που η πρώην οικιακή βοηθός και νυν οικοδέσποινα κινείται σε αυτό, οι συγγενείς- εισβολείς του ή μήπως η υπενθύμιση μιας μακράς περιόδου φτώχειας και κακουχιών που συντείνουν στη δημιουργία αυτής της απειλητικής ατμόσφαιρας; Ο Dela Cruz κτίζει αυτό το σύμπαν χρησιμοποιώντας κυρίως ένα μυστηριώδες σκοτάδι που διαρρηγνύεται αναπάντεχα από επιθετικές ριπές φωτός. Και με τις ιστορίες των ανθρώπων που το κατοικούν ή το επισκέπτονται, οι οποίες αποκαλύπτονται σταδιακά με εξαιρετική οικονομία αλλά και αφοπλιστικό ρεαλισμό. Μέσα από μια σειρά αποσπασματικών διαλόγων ανάμεσα στα αδέλφια, κατά ζεύγη ή και των τριών μαζί, αναδύονται οι διαβρωμένοι αλλά ακόμα υπαρκτοί δεσμοί της οικογένειας, οι ανταγωνισμοί, τα ανεπούλωτα τραύματα, οι πληγές του εκτοπισμού και της επιβίωσης στον ξένο τόπο.
Ο Liryc Dela Cruz αναφέρει σχετικά : « Στον πυρήνα της αυτή η ταινία αντικατοπτρίζει μια βαθύτερη, πιο σκοτεινή αλήθεια: όταν οι καταπιεσμένοι εσωτερικεύουν τη βία των καταπιεστών τους, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ακόμη πιο καταστροφικό. Η πιο απαίσια κληρονομιά της αποικιοκρατίας είναι ο τρόπος με τον οποίο μετατρέπει τον πόνο σε δύναμη, καθιστώντας αυτούς που έχουν υποφέρει ανυποψίαστους φορείς του κακού. Η διάλυση εδώ του οικογενειακού δεσμού δεν είναι απλώς αποτέλεσμα των προσωπικών αποτυχιών, αλλά ένα σύμπτωμα ενός πολύ μεγαλύτερου, πιο διάχυτου κακού που μετατρέπει τη θυματοποίηση σε όπλο. Το πιο τραγικό αποτέλεσμα αυτής της κληρονομιάς είναι όταν οι καταπιεσμένοι γίνονται εν αγνοία τους φορείς της ίδιας της καταπίεσης που κάποτε πολέμησαν. Αυτή η ταινία λειτουργεί ως μια προειδοποιητική ιστορία, μια υπενθύμιση ότι οι πληγές που προκάλεσε η ιστορία δεν εξαφανίζονται. Μπορεί να μεταλλάσσονται, να στρέφονται προς τα μέσα, να δηλητηριάζουν ακόμη και τις πιο στενές μας σχέσεις. Εάν δεν αντιμετωπίσουμε αυτόν τον κύκλο, ο πόνος του παρελθόντος θα συνεχίσει να διεκδικεί νέα θύματα, μερικές φορές ακόμη και από τα δικά μας χέρια».
Berlinale 2025/ Perspectives