(αποσπάσματα από μια συνέντευξη τύπου)
nicolas-philibert.jpg

Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Μεγάλωσα σε μία οικογένεια σινεφίλ, ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος και λάτρευε το σινεμά. Συμμετείχε στην κινηματογραφική λέσχη της Γκρενόμπλ, όπου σε ηλικία δέκα-δώδεκα χρόνων ξεκίνησα κι εγώ να βλέπω ταινίες. Βλέποντας Μπέργκμαν και Ροσελίνι, μεταξύ άλλων, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι το σινεμά δεν είναι μόνο χόμπι, αλλά ένας τρόπος για να γνωρίσεις τον κόσμο. Χωρίς τηλεόραση τότε και χωρίς τη δυνατότητα να κάνω ταξίδια, μέσω των ταινιών μπορούσα να καταλάβω τον κόσμο, να δω πρόσωπα και τοπία που δεν είχα ξαναδεί ποτέ πριν. Γι’ αυτό το λόγο θέλησα να κάνω ταινίες, λοιπόν. Δεν γνώριζα ακόμη το ντοκιμαντέρ. Δούλεψα αρχικά για δύο-τρία χρόνια σαν βοηθός σε ταινίες μυθοπλασίας. Στην πρώτη μου ταινία με τίτλο Η φωνή του αφέντη του, ιδιοκτήτες μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών μιλούσαν κατά μέτωπο στην κάμερα για το όραμά τους για τον κόσμο. Δεν γνώριζα ακόμη σχεδόν τίποτα για το ντοκιμαντέρ, μέχρι που είδα ταινίες σκηνοθετών όπως ο Φρεντ Γουάισμαν και κατάλαβα ότι ο κόσμος του ντοκιμαντέρ είναι τόσο μεγάλος όσο και αυτός της μυθοπλασίας, με πολλές προσεγγίσεις και στυλ
(...) Δεν μου αρέσει ο όρος ντοκιμαντερίστας, γιατί είναι περιοριστικός. Θεωρώ ότι το ντοκιμαντέρ είναι ένας διαφορετικός τρόπος για να δημιουργήσεις μυθοπλασία.

Η ΑΦΕΤΗΡΙΑ

Όταν έκανα την πρώτη μου ταινία σκέφτηκα να κάνω ντοκιμαντέρ γιατί θεωρούσα ότι θα ήταν πιο εύκολο από μια ταινία μυθοπλασίας. Έλεγα μάλιστα πως θα ξεκινούσα με ντοκιμαντέρ και μετά θα περνούσα στη μυθοπλασία. Αλλά μου άρεσε, είχα όρεξη και έκανα κι άλλο, και μετά άλλο ένα, κι άλλο ένα. Τώρα που βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη αντιλαμβάνομαι πως έχει εξελιχθεί πολύ η κατάσταση για το ντοκιμαντέρ, υπάρχει κοινό, οι αίθουσές σας είναι γεμάτες. Για πολύ κόσμο το ντοκιμαντέρ δεν είναι πραγματικό σινεμά. Έχω ένα θείο που έρχεται κάθε φορά στην πρεμιέρα των ταινιών μου. Του αρέσουν, αλλά κάθε φορά με ρωτά πότε θα κάνω επιτέλους αληθινή ταινία! Έχω μια θεωρία: Το ντοκιμαντέρ είναι ένας άλλος τρόπος να κάνεις μυθοπλασία. Όπως ακριβώς και οι αδελφοί Λιμιέρ στα τέλη του 19ου αιώνα.

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Αυτό που κατ’ αρχάς συνδέει τις ταινίες μου είναι το γεγονός ότι προσπαθώ πάντα να εισέλθω, να «γλιστρήσω» σε μια ομάδα ανθρώπων. Οι ταινίες μου δείχνουν ανθρώπους που εργάζονται, αλλά πιστεύω πως κυρίως το έργο μου περιστρέφεται γύρω από τη γλώσσα, το λόγο, τη φωνή. Με ενδιαφέρει ο ήχος, οι θόρυβοι και η γλώσσα, αυτά είναι το κοινά στοιχεία των ταινιών μου. Επίσης, στις ταινίες μου πάντα υποβόσκει ένα θέμα πολιτικό, ένα θέμα ηθικής. Βασικά, τίθεται το ερώτημα: Τι στο καλό κάνω εδώ;
(...) Παρατηρώ τους ανθρώπους, την ‘’ανθρώπινη κωμωδία’’. Kάθε ταινία είναι και μία καινούρια περιπέτεια, μία καινούρια σχέση με τους ανθρώπους. Ίσως θεωρήσετε το σχόλιό μου προκλητικό, αλλά νομίζω ότι το θέμα μιας ταινίας είναι κάτι δευτερεύον, σχεδόν ένα πρόσχημα. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει καλό και κακό θέμα και η ποιότητα μίας ταινίας δεν εξαρτάται από αυτό. Η ομορφιά δεν συνδέεται με το μήνυμα. Σπουδαίες ταινίες μπορούν να γίνουν από κάτι μικροσκοπικό, σχεδόν ανύπαρκτο. Η καθημερινή ζωή είναι ένα πολύ καλό θέμα, για παράδειγμα το διπλανό μπαρ, όπου άνθρωποι δουλεύουν, πίνουν τον καφέ τους και κουβεντιάζουν. Οι ταινίες μου αφορούν στον τρόπο που οι άνθρωποι ζουν μαζί. Βρίσκομαι ανάμεσα σε ομάδες ανθρώπων, σε κοινότητες και προσπαθώ να καταλάβω και να δείξω πώς συνυπάρχουν. Η πολιτική διάσταση των ταινιών μου δεν είναι επιφανειακή.

ΜΙΑ ΧΙΟΝΟΣΤΙΒΑΔΑ ΕΙΚΟΝΩΝ
Ζούμε σε έναν κόσμο της επικοινωνίας, της εικόνας και των ήχων. Εναπόκειται σε μας να θέτουμε ερωτήματα για αυτή τη χιονοστιβάδα των εικόνων και των ήχων που μας περιβάλλουν. Θεωρώ ότι εμείς θα πρέπει κάποια στιγμή να προτείνουμε να κόψουμε αυτή τη βρύση των εικόνων και των ήχων που ξεχύνονται γύρω μας. Το σινεμά μου ίσως να στρέφει το βλέμμα αλλού. Είναι περισσότερο ένα θεαθήναι. Με ποια έννοια; Υπάρχει πάντα ένα θέμα, ένα κεντρικό θέμα, αλλά λειτουργεί ως πρόσχημα. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να κάνω ένα βήμα πέραν αυτού, να ασχοληθώ με την ανθρώπινη κωμωδία. Το θέμα είναι μια πύλη εισόδου. Οι καλές ταινίες είναι αυτές που είναι μεγαλύτερες από το θέμα που διαπραγματεύονται.
etre-et-avoir.jpg
Η ΜΕΘΟΔΟΣ
Η αλήθεια είναι πως δε μου αρέσει να προετοιμάζομαι για μια ταινία. Όσο το δυνατόν λιγότερα ξέρω, ιδίως στην αρχή, τόσο το καλύτερο. Δε διαβάζω σχετικά, δε συναντώ ειδικούς και αναλυτές. Εκτιμώ τη δουλειά τους, σαφώς, αλλά προτιμώ να μη γνωρίζω πολλά. Θέλω να δουλεύω βάση της άγνοιάς μου, για να διατηρώ ανοιχτή την περιέργειά μου. Αλλιώς δεν θα είχα την όρεξη, τη διάθεση να κάνω μια ταινία. Για παράδειγμα, πριν κάνω τα γυρίσματα για το Παραμικρό/La Moindre des choses, είχα επισκεφτεί την ψυχιατρική κλινική De La Borde. Την πρώτη φορά που είχα πάει, συναντήθηκα με το διευθυντή, ο οποίος με καλωσόρισε και αναρωτήθηκε αν θα γυρίσω εκεί ταινία. Εγώ του είπα ότι «δεν ξέρω, θα δούμε, θα το σκεφτώ». Εκείνος προσπάθησε να μου εξηγήσει τις ιδιαιτερότητες του μέρους και τη φιλοσοφία του, αλλά εγώ τον σταμάτησα, δεν ήθελα να μου τα εξηγήσει όλα αμέσως. Όταν κάνω ταινίες δε θέλω να παρουσιάζω τη γνώση. Έτσι υπάρχει κίνδυνος να «χαθεί» το σινεμά. Γιατί ο κινηματογράφος δεν ανήκει στη σφαίρα της παρουσίασης γνώσης. Στην ουσία δε θέλω να υπερέχω του θεατή, να στέκομαι πάνω από αυτόν. Αν γνωρίζει κανείς πολλά, τότε, όταν έρθει η ώρα για τα γυρίσματα, προσπαθεί να τα ελέγξει βάσει όσων έχει αποκομίσει εκ των προτέρων. Προσωπικά με ενδιαφέρει όχι η άνεση στη βεβαιότητα, αλλά ο εύθραυστος χαρακτήρας του απρόβλεπτου. Η αθέατη πλευρά είναι που έχει ενδιαφέρον.
(...) Όταν μιλάμε για παρατήρηση θεωρούμε ότι ο κινηματογραφιστής είναι παθητικός, αλλά ποτέ δεν είναι έτσι. Από τη στιγμή που υπάρχει η κάμερα, αλλάζουμε ακόμη και αν δεν το θέλουμε. Όσο αυθόρμητοι κι αν θέλουμε να είμαστε, υπάρχει η κάμερα. Μερικές φορές όντως συμβαίνουν πράγματα που δεν περιμένουμε και θα θέλαμε να συμβούν. Στο ντοκιμαντέρ μου Να είσαι και να έχεις με ρωτούσαν πόσο χρόνο πέρασα παρατηρώντας τα παιδιά στην τάξη. Στην πραγματικότητα βρεθήκαμε στην τάξη και ξεκινήσαμε τα γυρίσματα από την πρώτη μέρα. Νομίζω ότι η δουλειά μου, μεταφράζοντας από τα γαλλικά, είναι να προγραμματίζω το τυχαίο, να κάνω πράγματα να συμβούν.

ΛΟΓΟΙ, ΑΙΤΙΕΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Η αλήθεια είναι ότι πρέπει κανείς να υπερβαίνει τον εαυτό του. ‘Γιατί κάνω ταινίες;’, αναρωτιέμαι. Ίσως για να καταλάβω καλύτερα τον εαυτό μου, να τοποθετηθώ σε σχέση με το θέμα μου. Η αλήθεια είναι ότι στο τέλος μιας ταινίας δεν γνωρίζω τελικά γιατί επέλεξα το συγκεκριμένο θέμα - άρα περνάω στην επόμενη ταινία! Για μένα τα πράγματα δεν είναι αυτονόητα. Τι σημαίνει άλλωστε να πας να τοποθετήσεις μια κάμερα σε μια ψυχιατρική κλινική, όπου οι άνθρωποι δεν είναι καλά και τους χρειάζεται ηρεμία; Δεν είναι μια κίνηση χωρίς συνέπειες, είναι μάλλον παρεμβατική. Γιατί να γυρίσω μια ταινία για το ραδιόφωνο; Γιατί να κάνω μια ταινία για ένα μέσο η δύναμη και η ομορφιά του οποίου είναι στον αόρατο χαρακτήρα του; Τέτοιου είδους ερωτήματα με υποκινούν. Δεν ξέρω αν μπορώ να πάρω τις απαντήσεις, αλλά θέτω παρ’ όλ’ αυτά τις ερωτήσεις.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Μια ταινία δεν είναι μια εικόνα που κάτι θέλει να πει. Προσωπικά δεν έχω κάποιο μεγάλο μήνυμα να δώσω στον κόσμο πάνω σε κάποιο συγκεκριμένο θέμα. Δεν υπάρχει κάτι που εγώ πρέπει να εικονογραφήσω για να σας το παρουσιάσω γιατί πρέπει να το γνωρίζετε. Μπορεί κανείς να κάνει ταινίες με σχεδόν τίποτα. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι τόσο το θέμα, όσο το βλέμμα. Στο Σπίτι του ραδιοφώνου/ La Maison de la radio βλέπεις απλά ανθρώπους να δουλεύουν. Βλέπει όμως κανείς και τη ζωντάνια, το πάθος τους για δουλειά, το χιούμορ, αλλά και το ενδιαφέρον και την προσοχή τους για τους άλλους και τους καλεσμένους τους. Αυτές είναι οι μικρές, αλλά και οι σημαντικές λεπτομέρειες. Γιατί το ραδιόφωνο αφορά τη φωνή, αλλά και το πώς ακούμε τους άλλους. Σε έναν κόσμο μάλιστα όπου οι άνθρωποι ακούνε ολοένα και λιγότερο τους διπλανούς τους. Γι’ αυτό πιστεύω ότι υπάρχει μια σαφέστατη πολιτική διάσταση στην ταινία μου. Πάντα πιστεύω ότι υπάρχει αυτή η πολιτική διάσταση στις ταινίες μου, η οποία όμως δεν εκφράζεται ξεκάθαρα. Δε χρειάζομαι σλόγκαν. Το συγκεκριμένο ραδιόφωνο είναι μια μεγάλη επιχείρηση με 5000 υπαλλήλους. Θα μπορούσα να είχα κάνει μια πιο ανοιχτά πολιτική ταινία. Εγώ ήθελα να κάνω όμως ένα φόρο τιμής στο πώς ακούμε ο ένας τον άλλον, στην διαφορετικότητα και τη δημιουργικότητα που συνεχίζει να υφίσταται ακόμα και σ’ αυτόν το δύσκολο κόσμο. Όλα αυτά όμως είναι πολύ εύθραυστα γιατί αρχίζει να αναρωτιέται κανείς για πόσο ακόμα θα υπάρχει αυτός ο ραδιοφωνικός σταθμός. Για πόσο διάστημα μπορεί να αντέξει σε έναν κόσμο που είναι ολοένα και πιο ομογενοποιημένος μια εκπομπή ειδικού τύπου, που επιτρέπει να ακούγονται φωνές που συνήθως δεν ακούγονται. Αν υπήρχε ένα σλόγκαν γι’ αυτήν την ταινία τότε αυτό ίσως να ήταν: Μακάρι να συνεχίσει να υφίσταται το δημόσιο ραδιόφωνο.

(απόσπασματα από δηλώσεις στο «Κουβεντιάζοντας» την Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014 και στη συνέντευξη τύπου δόθηκε την Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης  )