του Rainer Werner Fassbinder
(σχόλιο: Μαρία Γαβαλά)
Είναι κάτι πλατφόρμες, χωματερές στην κυριολεξία, το στάλα-στάλα δηλητήριο εξολόθρευσης του σινεμά, πού πάνε και τη βρίσκουν τέτοια σαβούρα και μας τη δείχνουν, και ποιος θα μας απαλλάξει από την τόσο ύπουλη ευτέλεια; Αυτός ο Φίντσερ, με το τάχα μου σκοτεινό θρίλερ του, που το ’χει δει νέος Ζαν-Πιέρ Μελβίλ… Με τέτοιες φούσκες δεν βάφονται τ’ αυγά. Το απόλυτο τίποτα σερβίρουν στον κοσμάκη, και επαίρονται. Ευτυχώς, στην παρακάτω γειτονιά, παίζουν Φασμπίντερ: «Μπερλίν Αλεξάντερπλάτς». Κάθε Δευτέρα. Δεν υπερβάλλουμε.
Μία από τις σημαντικότερες σειρές όλων των εποχών. Διότι ο Rainer Werner, αδιαφορώντας εντελώς για το τι σημαίνει, στην πιάτσα, σίριαλ, μας κληροδοτεί ένα επικό αρχιτεκτόνημα, στη δομή του οποίου ενσωματώνει όλα του τα προτερήματα και ελαττώματα – τα από καταβολής της καριέρας του: το πάθος του για το σκηνικό/φιλμικό μελόδραμα, για το θέατρο και το σινεμά, τον σεβασμό του προς τη λογοτεχνία (εδώ προς τον Άλφρεντ Ντέμπλιν και το δικό του μεγαθήριο), την απόλυτη ταύτισή του με το πρόσωπο του ήρωά του, του Φραντς Μπίμπερκοπφ, την οδύνη και το πένθος του για το ιστορικό παρελθόν του, ως Γερμανού, την προσωπική του έφεση προς την κατολίσθηση ως αδύναμου ατόμου, ανίκανου να αντισταθεί στον οδοστρωτήρα του διαχρονικού ναζισμού, της μισαλλοδοξίας και της αλλοφροσύνης. Βρίσκοντας ανακούφιση στη φιλοσοφία της πείνας για το καθημερινό ψωμί, εκείνης της φιλοσοφίας όμως που αντιστέκεται στην πραγματική κατρακύλα, της ηθικής, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Πολύ λίγοι σκηνοθέτες κατάφεραν να δείξουν, με τέτοια αφοπλιστική ειλικρίνεια, και διαύγεια, την πάλη του ανθρώπου με τον ίδιο τον διάβολο. Όποιος μείνει ασυγκίνητος μπροστά στο δράμα ενός ταλαίπωρου «ηθικολόγου», που ψάχνει να βρει τον τρόπο για να ζήσει, επειδή δεν θέλει να πεθάνει σαν σκυλί, στο Βερολίνο της Βαϊμάρης και της ανόδου του Ναζισμού, μάλλον έχασε όλες τις θεμελιώδεις αισθήσεις του για να προσλαμβάνει την πραγματικότητα. Στα ελαττώματά του έργου, ενδεχομένως, το πνιγμένο στο αλκοόλ (αφηγηματικό/σκηνοθετικό) ατέρμονο παραλήρημά του, πού όμως είναι πέρα για πέρα αποδεκτό, από τη στιγμή που μας παρασύρει στην τρέλα της εξομολόγησής του, και μας κάνει όχι απλώς κοινωνούς της σπαραχτικής ομολογίας του επινοημένου ήρωα, αλλά και συνένοχούς του (τόσο του Φραντς, όσο και του Φασμπίντερ). Το ωραιότερο ουμανιστικό παραλήρημα, εν τέλει. Μοναδικό και πολύτιμο. Αξεπέραστο.
[Cinobo, κάθε Δευτέρα. Από δύο επεισόδια, τη φορά]
(πρώτη δημοσίευση στο Facebook)