Dreams (Sex Love)
του Dag Johan Haugerud
(κριτική: Καλλιόπη Πουτούρογλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2425_dromer.jpg

«Η ζωή μου είναι σε ένα σύννεφο», συλλογίζεται η δεκαεπτάχρονη Johanne μέσα από μια voice-over αφήγηση που διατρέχει κι αυτή σαν νεφελώδες όνειρο την ταινία. Μέχρι τότε ο έρωτας ήταν κάτι που η έφηβη μαθήτρια από το Όσλο γνώριζε μόνο μέσω της ρομαντικής λογοτεχνίας, αλλά όταν η συνονόματη καθηγήτρια των εικαστικών μπαίνει για πρώτη φορά στην τάξη της, το κορίτσι αισθάνεται το κεραυνοβόλο χτύπημά του. «Μπορούσα να νιώσω την παρουσία της σε όλο μου το σώμα» λέει και το πάθος της εντείνεται ακόμα περισσότερο. Συνεπαρμένη από το αντικείμενο του πόθου της αλλά κι από μια βαθύτερη επιθυμία να κατανοήσει και να συγκρατήσει αυτό που της συμβαίνει, η Johanne, κόρη μιας πάλαι ποτέ μάχιμης φεμινίστριας και εγγονή ποιήτριας που ζει και αναπνέει μέσα από τα βιβλία, αποφασίζει να ρίξει τις σκέψεις και τις εμπειρίες της στο χαρτί σε ένα άκρως εξομολογητικό κείμενο το οποίο εξελίσσεται σε νουβέλα προς δημοσίευση. Στο μεσοδιάστημα ο θεατής γίνεται μάρτυρας τόσο των έντονων συναισθηματικών διακυμάνσεων και της μεταμορφωτικής δύναμης της εφηβικής ερωτικής αφύπνισης (πάντα μέσα από τη φωνητική αφήγηση της ηρωίδας) όσο και των διαγενεακών διαφορών και αντιλήψεων γύρω από τα θέματα της επιθυμίας, της σεξουαλικής ελευθερίας και της αυτοπραγμάτωσης, καθώς μητέρα και γιαγιά εισβάλλουν δυναμικά στην ιστορία, προσδίδοντάς της πέρα από τον κοινωνικό και έναν σουρεάλ κωμικό τόνο.
Τρίτο μέρος μιας τριλογίας του Όσλο (προηγήθηκαν το Sex που έκανε πρεμιέρα στο Panorama της Berlinale το 2024 και το Love στο Φεστιβάλ της Βενετίας τον ίδιο χρόνο) , το Drømmer/Dreams (Sex Love) του νορβηγού σκηνοθέτη και μυθιστοριογράφου Dag Johan Haugerud θέτει στο επίκεντρο πέρα από τις συνήθεις εμμονές ενός ρομαντικού νεανικού έρωτα τη σχέση προσωπικής εμπειρίας και αυτομυθοπλασίας, την αντίθεση ανάμεσα στο φαντασιακό και το πραγματικό, μεταξύ συγγραφικής θολότητας και αλήθειας. Όλα αυτά εντός μιας οικογένειας που έχει το φιλελεύθερο υπόβαθρο να σχολιάζει ανοιχτά την ερωτική επιθυμία, αν και εδώ οι αποκαλύψεις είναι άκρως ανησυχητικές. Έτσι η ταινία εστιάζει σε ένα δεύτερο εξίσου σημαντικό επίπεδο και στις διαφορετικές αντιδράσεις του γυναικείου οικογενειακού περίγυρου, που αλλάζουν διαρκώς και κυμαίνονται από το πρώτο σοκ που προκαλεί η ανάγνωση των γλαφυρών περιγραφών του εφηβικού χειρογράφου (το ακριβές περιεχόμενο του οποίου παραμένει με έντεχνο τρόπο και ως το τέλος της ταινίας επτασφράγιστο μυστικό) έως τον θαυμασμό για τη συγγραφική δεινότητα του νεαρού τους μέλους. Η ρευστότητα μεταξύ θυματοποίησης και ηρωοποίησης, που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως εύστοχο κοινωνικό σχόλιο, εδώ δίνεται με κωμική ελαφρότητα, προς τέρψη και ευχαρίστηση του θεατή.
Η Johanne και η πρώτη της αγάπη παραμένουν ωστόσο σταθερά στον πυρήνα μιας ταινίας που ακολουθεί σπειροειδή τροχιά, όπως οι σκάλες που ανεβαίνει κάθε τόσο με λαχτάρα η νεαρή μαθήτρια για να συναντήσει τη δασκάλα της ή οι κινήσεις του πλεξίματος στα κατ’ οίκον μαθήματα, που αποτελούν και το πρόσχημα των επισκέψεων. Ο Haugerud φωτίζει αυτές τις στιγμές της φυσικής εγγύτητας και σωματικής λαχτάρας μέσα από τη νοητική σύλληψη μιας γεμάτης αποχρώσεις προφορικής αφήγησης που συνδυάζει τη στοχαστικότητα των μυθιστορημάτων με την αισθησιακή και εικαστική ματιά του κινηματογράφου. Για να αποδώσει με καταιγιστικό τρόπο –μέσα από μια ιστορία queer αφύπνισης που αρνείται ωστόσο τις ετικέτες - τις ταραχές και τα πάθη του πρώτου έρωτα.
Τελικά τι πραγματικά συνέβη μεταξύ της Johanne και της καθηγήτριας; Πού τελειώνει η πραγματικότητα και πού αρχίζει η μυθοπλασία; Και πρέπει αυτά τα βαθιά προσωπικά γραπτά να φτάσουν κάποια στιγμή στα χέρια ενός εκδότη/τριας; Τα παραπάνω ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα όλα, πλην του τελευταίου. Γιατί όσο η ηρωίδα περιδινείται μεταξύ εφηβικής ονειροπόλησης και οξυδερκούς σχολιασμού ένα είναι σίγουρο. Ότι βρίσκει τον δρόμο της προς τη λογοτεχνία.

Berlinale 2025/ Διαγωνιστικό