(κείμενο: Καλλιόπη Πουτούρογλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_panoptikon.jpg

Οικογενειακά πορτρέτα. Καθημερινές ιστορίες συμβίωσης, έντονων χωρισμών, πρώιμης ή όψιμης ενηλικίωσης. Συγγενικοί δεσμοί και ενοχικά σύνδρομα. Η διαιώνιση ενός οικογενειακού τραύματος. Νατουραλιστικές απεικονίσεις και ψυχολογικές εμβαθύνσεις δύσκολων συγκατοικήσεων, αναζητήσεις της προσωπικής ταυτότητας, της αυτοσυμφιλίωσης. Οι τεταμένες οικογενειακές σχέσεις είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκαν πολλές, αν όχι οι περισσότερες, από τις ταινίες του Διαγωνιστικού Προγράμματος του 58ου Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι. Οι δημιουργοί τους -πολλοί από αυτούς πρωτοεμφανιζόμενοι-, με τις αφηγήσεις τους διαμορφώνουν ένα πολλά υποσχόμενο, οπτικά ποικιλότροπο κινηματογραφικό τοπίο.

II. Πατέρας - Γιος
Panopticon, George Sikharulidze
«Δεν μπορείς να κρυφτείς από τον Θεό. Τα βλέπει όλα», υπενθυμίζει στον δεκαοχτάχρονο Sandro ο πατέρας του που έχει γεμίσει τον τοίχο του καθιστικού τους με εικόνες και ετοιμάζεται, παρά τις ανησυχίες του για τον γιο του, να εγκαταλείψει τα εγκόσμια για να γίνει μοναχός. Ο Sandro όμως που ζει ουσιαστικά με την άθεη γιαγιά του που λατρεύει την όπερα, και επικοινωνεί με τη μητέρα του, μετανάστρια στην Αμερική, μόνο μέσω Skype, βρίσκεται σε μεγάλη σύγχυση. Με τη σεξουαλικότητά του σε ορμητική αφύπνιση και την ανάγκη του για συμφιλίωση με τις επιταγές της εκκλησίας, ο Sandro, που νιώθει μόνος και εγκαταλελειμμένος, γλιστράει αθόρυβα σε ανεξέλεγκτες συμπεριφορές, αναζητώντας απεγνωσμένα τρόπους ένταξης στην ταραχώδη και συντηρητική μετασοβιετική Γεωργία.
Παίρνοντας τον τίτλο της από το «Πανοπτικόν» του Μισέλ Φουκώ, που αναφέρεται στην τελευταία σεκάνς μαζί με τη γνωστή φράση του φιλοσόφου ότι «η ορατότητα είναι μία παγίδα», η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του γεωργιανού George Sikharulidze δεν είναι παρά μία δαιδαλώδης ιστορία ενηλικίωσης, που ακολουθεί ποικίλα σεναριακά τεχνάσματα, άλλοτε με μεγαλύτερη κι άλλοτε με μικρότερη επιτυχία. Η θεματική της κινείται με ευανάγνωστη γραμμική αφήγηση γύρω από τη γονεϊκή εγκατάλειψη και την αναζήτηση υποκατάστατων, τα ενοχικά συμπλέγματα που καλλιεργεί η θρησκεία, την εθνικιστική πολιτική και ριζοσπαστικοποίηση μιας νεαρής σωβινιστικής κοινωνίας. Μέσα από τους ελιγμούς αυτούς, κατά τους οποίους η δεξιοτεχνική κάμερα του ρουμάνου Oleg Mutu ακολουθεί υπνωτιστικά τον νεαρό εύθραυστο ήρωα να περνάει, σε κλασική widescreen οθόνη, άλλοτε σε υποφωτισμένα εσωτερικά δωματίων και άλλοτε σε πολυσύχναστους αστικούς χώρους, το Panopticon δεν παύει ούτε στιγμή να αποπνέει όχι τόσο την αίσθηση της φουκωικής επιτήρησης ή της αδιάκοπης παρατήρησης όσο την αντίστροφη επιθυμία να σε κοιτούν, τον ταραγμένο εφηβικό ψυχισμό και τη μοναξιά της εγκατάλειψης, τη θλιβερή απομόνωση που τελικά υποχωρεί σαν ξένο ρούχο, για να οδηγήσει στην καθαρτική τελική μεταμόρφωση.
Και φαίνεται ότι ο Sikharulidze, εκεί λίγο πριν το τέλος και την καθοριστική σκηνή μιας περίεργα ερωτικής συνάντησης που θα προετοιμάσει την μεταμόρφωση του ήρωα , με μια σινεφίλ αναφορά, κλείνει το μάτι όχι στον Γάλλο φιλόσοφο αλλά στα «400 χτυπήματα» του Τρυφώ. Σαν η αμηχανία και το ερωτηματικό βλέμμα του Sandro που γέμιζαν την οθόνη, η αδεξιότητα και η άτακτη φυγή του σε άλλους κόσμους να είχαν κάτι και από τον Αντουάν Ντουανέλ.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_windless.jpg
Windless, Pavel G. Vesnakov
Ένας γιος έρχεται αντιμέτωπος με το παρελθόν και τον νεκρό πατέρα του, όταν μετά από μακρά διαμονή στο εξωτερικό επιστρέφει στη γενέτειρά του, μια υποβαθμισμένη βουλγαρική κωμόπολη που φυλλοροεί, για να πουλήσει το πατρικό του σπίτι σε μια πολυεθνική που θα μετατρέψει ολόκληρους οικισμούς σε πολυτελή ξενοδοχεία και καζίνο. Κουβαλώντας τις δικές του θλιβερές αναμνήσεις από τη σχέση του με τον πατέρα, ο λιγομίλητος Kaloyan, που οι φίλοι του αποκαλούν Koko, βιάζεται χωρίς συναισθηματισμούς να ξεμπερδέψει με τα διαδικαστικά και με την άχαρη εκταφή των λειψάνων που προκύπτει στην πορεία για να επιστρέψει στη νέα του πατρίδα. Μέσα από μια σειρά συναντήσεων με παλιούς οικογενειακούς φίλους, ο Koko, που το μυώδες σώμα του είναι καλυμμένο από πυκνά τατουάζ με μια υπερβολή που κρύβει ενδεχομένως κάτι βαθύτερο (εντυπωσιακός στο ρόλο ο διάσημος βούλγαρος τραγουδιστής της ραπ Ognian “Fyre” Pavlov), θα έρθει αναγκαστικά αντιμέτωπος με το παιδικό τραύμα, θα ανακαλύψει ωστόσο για πρώτη φορά, μέσα από προσωπικές αφηγήσεις και ανέκδοτα, έναν πατέρα που δεν γνώριζε και θα επανεξετάσει-αναθεωρήσει τις απωθημένες μνήμες.
Το Windless, δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Vesnakov μετά το German Lessons ( όπου και εκεί συναντούσαμε, εκτός από την προβληματική σχέση πατέρα-γιου, το πορτρέτο μιας κοινωνίας σε βαθιά κρίση), θα μπορούσε να είναι άλλη μία ταινία για την αποκατάσταση της μνήμης, τη συμφιλίωση με το παρελθόν και την πατρίδα που κουβαλάμε μέσα μας. Από την αρχή ωστόσο γίνεται αισθητό ότι εδώ επιχειρείται κάτι διαφορετικό. Και δεν πρόκειται μόνο για τη στιλιστική προσέγγιση, το αυστηρό τετράγωνο κάδρο 1:1 στο οποίο ο σκηνοθέτης κλείνει ασφυκτικά τον ήρωα και τις τολμηρές συνθέσεις των πλάνων του, αλλά για την ποιητική ένταση και τη συμβολική πυκνότητα με τις οποίες ο Vesnakov πλαισιώνει μια απλή ιστορία που δομείται από μια σειρά συναντήσεων/συζητήσεων και τη μεταμορφώνει σε συναισθηματικό ταξίδι που οδηγεί πίσω στην αρχή των πραγμάτων, αυτών που χάθηκαν αλλά παραμένουν με κάποιο τρόπο ακόμα ζωντανά (αφηγήσεις για παλιά τοπικά κατορθώματα, εγκαταλελειμμένα σπίτια, έπιπλα και οικογενειακά κειμήλια).
«Είμαι εδώ για να φροντίσω τον πατέρα μου». Με την παραπάνω δήλωση και την τελική του απόφαση, στην τελευταία σκηνή της ταινίας, ο Koko, που σε αναζήτηση μιας άλλης ταυτότητας έχει αντικαταστήσει το πρόσωπό του με ένα ζωγραφιστό στο πίσω μέρος του ξυρισμένου του κεφαλιού, σπάει έναν κύκλο σκληρότητας , ανοίγοντας παράθυρα ελπίδας σε έναν κόσμο που αλλάζει, όχι απαραίτητα προς το καλύτερο.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_three-days-of-fish.jpg
Three Days of Fish, Peter Hoogendoorn
«Ο μουσαφίρης είναι σαν το ψάρι που την τρίτη μέρα μυρίζει», ελληνική αλλά και ολλανδική παροιμία που από ό,τι φαίνεται ενέπνευσε τον Peter Hoogendoorn στη δημιουργία αυτής της γλυκόπικρης κωμωδίας με το ιδιαίτερα στεγνό- καυστικό χιούμορ, η οποία μέσα από έναν ασπρόμαυρο μινιμαλισμό εκπέμπει μια θερμή εκφραστικότητα. Στην δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του ο ολλανδός δημιουργός επιστρέφει και πάλι με μία οικογενειακή ιστορία (εν μέρει αυτοβιογραφική), πορτρέτο της ευάλωτης σχέσης ενός πατέρα με τον ενήλικα γιο του, με φόντο ένα Ρότερνταμ που λειτουργεί εδώ και ως τρίτος κινηματογραφικός χαρακτήρας.
Ο 65χρονος Gerrie που τα τελευταία τρία χρόνια μετά τη σύνταξή του ζει με τη δεύτερη σύζυγό του στην Πορτογαλία, επιστρέφει στη γενέτειρά του, το Ρότερνταμ για τις καθιερωμένες ετήσιες ιατρικές εξετάσεις. Στη διάρκεια της τριήμερης παραμονής του, - που σκέφτεται να μην την επαναλάβει στο μέλλον -, θα έχει μια σειρά συναντήσεων υπό τη συνοδεία πάντα του 45χρονου γιου του από τον πρώτο του γάμο, που τον ακολουθεί παντού σαν σκυλάκι. Η σκηνή της πρώτης τους συνάντησης σε μία στάση λεωφορείου, όπου ο ατημέλητος Dick περιμένει τον πατέρα του με μία καρέκλα που έχει περισυλλέξει από τα σκουπίδια, αλλά και η αντίδραση του πατέρα, χαράσσουν τη γραμμή μιας ήπια συγκρουσιακής αν και τρυφερής σχέσης πατέρα-γιου που θα μείνει σταθερή καθ όλη τη διάρκεια της τριήμερης περιπλάνησης τους στην πόλη. Κι ενώ σταδιακά και άλλα πρόσωπα υπεισέρχονται στην ιστορία, ο κόσμος της ταινίας είναι αποκλειστικά αυτός των δύο εξίσου συγκρατημένων ανδρών, που δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν τις ανάγκες και τα συναισθήματά τους ο ένας στον άλλον. Ο Hoogendoorn παίζει συνεχώς με την ασάφεια αυτής της σχέσης που κινείται ανάμεσα στην άρρητη ανάγκη ενός φαινομενικά ανώριμου γιου για στοργή και αποδοχή από έναν πρακτικό πατέρα και τη δυσκολία του τελευταίου να ανταποκριθεί στις εύλογες προσδοκίες του γιου του. Η σιωπηρή παραδοχή αυτής της αμφίδρομης αδυναμίας ακολουθεί τους δύο άνδρες ως το τέλος και σφραγίζεται με την αμήχανη σκηνή του αποχαιρετισμού τους στον σιδηροδρομικό σταθμό.
Οι ζεστοί τζαζ τόνοι της μουσικής του Christiaan Verbeek που γεμίζουν συχνά την απόσταση και τις σιωπές των δύο αντρών ακολουθούν τους ήρωες ως το τέλος σε αυτή την λακωνική ταινία δρόμου, που σε μεγάλο βαθμό βασίζεται στις ερμηνείες των ηθοποιών της (oι Ton Kas & Guido Pollemans μοιράστηκαν το βραβείο ανδρικής ερμηνείας) και μέσα από λεπτές πνευματώδεις κινήσεις αποτυπώνει μια ανθρώπινη, βαθιά συγκινητική ιστορία.