των Άκη Κερσανίδη & Χρύσας Τζελέπη
(κριτική: Γιάννης Μουγγολιάς)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2425_episttrofi-stin-patrida.jpg

Πριν δυο μέρες, την Κυριακή 16 Μαρτίου 2025 με το σύνθημα “Ποτέ Ξανά” πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη η πορεία μνήμης για τα 82 χρόνια από την ημέρα που αναχώρησε ο πρώτος συρμός για το στρατόπεδο Άουσβιτς- Μπέργκεναου, όπου θανατώθηκαν 51.000 Θεσσαλονικείς Εβραίοι. Την παραμονή, Σάββατο 15 Μαρτίου 2025 στο πλαίσιο του 27ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης προβλήθηκε ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ με θεματολογία άμεσα συνδεδεμένη και σε κατεύθυνση να μη διαγραφεί η μνήμη και η ιστορική παρακαταθήκη των γεγονότων που οδήγησαν στις τραγικές σελίδες της ανθρωπότητας.
Πρόκειται για το ντοκιμαντέρ «Επιστροφή στην Πατρίδα» σε σενάριο και σκηνοθεσία των Θεσσαλονικιών Άκη Κερσανίδη και Χρύσας Τζελέπη, την ωριμότερη έως σήμερα και βαθιά συγκινητική ταινία του σκηνοθετικού διδύμου.
Πυρήνας και κινητήριος μοχλός του ντοκιμαντέρ ο Τίτους Μίλεχ, ένας Γερμανός ψυχίατρος-διανοούμενος που ταξιδεύει στους τόπους της γερμανικής «ντροπής» εκεί που «άκμασε» η θηριωδία, κουβαλώντας μαζί του το επώδυνο και ανεπούλωτο τραύμα της γερμανικής φυλής (συλλογικό και προσωπικό) για όσα απάνθρωπα η χώρα του έκανε στην ανθρωπότητα την περίοδο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Κάτι σαν βαριά κακοφορμισμένη κληρονομιά που είναι αναγκασμένος να φέρνει στους ώμους του και μέσα του σε όλη του τη ζωή. Ο Μίλεχ αποφάσισε να φύγει από την πατρίδα του, να μεταναστεύσει, να μην ξαναμιλήσει τη γλώσσα των πάτριων χωμάτων του, μια γλώσσα σκληρή, ανάλγητη, που εκπέμπει συχνά μίσος, μια γλώσσα της οποίας «δεν άντεχε την τονικότητα», που «ντρεπόταν να μιλήσει».
Στο ντοκιμαντέρ αποτυπώνεται η διεισδυτική και παράλληλα ψύχραιμη προσέγγιση των σκηνοθετών που δεν κραυγάζει αλλά υπογραμμίζει τη διαχείριση του τραύματος. Με εξαιρετικές συμμετοχές που ο Μίλεχ συναντά στα ταξίδια του στους τόπους που καταγράφηκε η θηριωδία, από τον εκδότη των βιβλίων για το Ολοκαύτωμα μέχρι τη συγκλονιστική κυρία της Θεσσαλονίκης με τον μπαμπά και την πραγματική μαμά της στο Άουσβιτς. Πρόσωπα που ζωντανεύουν τις μνήμες και τα γεγονότα, που υποφέρεις μαζί τους ακούγοντας τις μαρτυρίες τους. Η ντροπή, η ενοχή, το τραύμα υποστηρίζεται σε όλη την ταινία και αναδεικνύεται με τον καλύτερο τρόπο τόσο από τα λεγόμενα όσο και από την ατμόσφαιρα του φιλμ. Η χρήση του ρήματος «folgen» με τον επεξηγηματικό προσδιορισμό «ακολουθώ, υπακούω», χαρακτηρίζει όλη την ταινία. Εξαιρετική κινηματογράφηση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και βέβαια απογειωτική η σκηνή του τέλους με τα παιδιά να παίζουν και το αγνάντι του Μίλεχ στον ποταμό. Και λίγο πριν η φρενήρης, εφιαλτική παράθεση όλων αυτών των προσδιορισμών με τους οποίους δίνεται η επιθετική ματιά της Γερμανίας σε συνδυασμό με το αξίωμα: «Θα τους δείξουμε τι είναι καλό και τι όχι, όσα πρέπει και όσα δεν πρέπει». Το απόσταγμα «προϊόν της γερμανικής τρέλας» και το εύρημα της ντροπής της γερμανικής γλώσσας ως βίωμα και συναίσθημα λειτουργούν εξαιρετικά. Η κρίση για τον Χαϊντέγκερ παρά το βάρος του στοχασμού του, που δεν τον ξεχωρίζει από την αξιοθρήνητη γερμανική στάση, είναι ενδεικτική και καθοριστική για την τεκμηρίωση της γενικότερης φιλοσοφίας του ντοκιμαντέρ.
Η ταινία, της οποίας το σενάριο βασίστηκε στο βιβλίο του Τίτους Μίλεχ «Ο τόπος του εγκλήματος – Γερμανία ανοίκεια πατρίδα», απέσπασε το βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Σίγουρα είναι μια ταινία που αξίζει να δείτε. Τόσο για την καλλιτεχνική ματιά, τη δημιουργική σκηνοθεσία της και την τεκμηρίωσή της όσο και για την ανθρωπιά της και την ανάγκη διατήρησης της μνήμης και την αυτοκάθαρση με απώτερο στόχο την παραδοχή του σφάλματος, τη συμφιλίωση και ένα μέλλον χωρίς τις σκιές του παρελθόντος.

(πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στo Facebook)