του Βασίλη Κεκάτου
(κριτική: Καλλιόπη Πουτούρογλου)
Όταν η ατίθαση εικοσάχρονη Χλόη το σκάει από το βίαιο οικογενειακό της περιβάλλον στην Αθήνα με προορισμό τον Έβρο και το σπίτι (που θεωρεί «καταφύγιο») της μεγαλύτερης αδελφής της, δεν υποψιάζεται καν την ύπαρξη ενός κόσμου τόσο κοντά στην ηλικία της, σχεδόν ουτοπικού, που ζει ελεύθερα με τους δικούς του κανόνες, διασχίζοντας με αυτοκινούμενο τροχόσπιτο την Ελλάδα. Στα γεμάτα περιέργεια και νεανικό πείσμα μάτια της οι νέοι, που θα τη βγάλουν σώα από μια επικίνδυνη κατάσταση , φαντάζουν μουσικοί, μπάντα σε περιοδεία. Κι αυτή δε θα είναι η μόνη ανακάλυψη σε ένα περιπετειώδες ταξίδι ενηλικίωσης που στη διαδρομή του επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις. Γιατί η νέα οικογένεια στην οποία γρήγορα εντάσσεται η Χλόη, δε μοιάζει με τίποτα από όσα γνώριζε ως τώρα για τον έξω κόσμο. Νομάδες και μοντέρνοι Ρομπέν των δασών, αλληλέγγυοι αλλά και παραβατικοί, ξέφρενα ξωτικά του δάσους, άγριοι αλλά και τρυφεροί μαζί, περιπλανώμενα φαντάσματα πάνω από αόρατες πόλεις και εκτοπισμένους από τη χρεωκοπία ανθρώπους, τα αγόρια και τα κορίτσια αυτής της γλυκιάς συμμορίας θυμίζουν τα χαμένα παιδιά της Χώρας του Ποτέ, μιας Neverland ή Neverwood, μιας εμφορούμενης από ιδανικά παιδικής χαράς με τους κινδύνους και τα ρίσκα της, την οποία αρνούνται πεισματικά να εγκαταλείψουν. Η μελαγχολική επίγνωση του τέλους των άγριων ημερών τους αιωρείται ωστόσο πάνω από κάθε τους κίνηση.
Στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, ο βραβευμένος στο 72ο Φεστιβάλ των Καννών (2019) με τον Χρυσό και Queer Φοίνικα για την μικρού μήκους ταινία του «Η απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς» Βασίλης Κεκάτος , επιστρέφει με μια ταινία που η ιδέα της ξεκίνησε λίγο μετά τον θρίαμβό του στις Κάννες και που κουβαλάει, όπως περιγράφει ο ίδιος, « ένα είδος ουτοπίας, μια υπόσχεση νεότητας πριν από τις ευθύνες της ενήλικης ζωής». Δομημένη σε μικρά αποσπασματικά επεισόδια που συνδέονται αφηγηματικά με μια ροή που ακολουθεί τη δυναμική των ηρώων της και με δράση που δίνεται ρεαλιστικά παρά τον «παραμυθικό» της χαρακτήρα, η ταινία επιλέγει τη νατουραλιστική απεικόνιση μιας γεμάτης φρεσκάδα και αυθάδεια επαναστατημένης νιότης, ενώ αφήνει και ένα πολιτικό αποτύπωμα όταν εισάγει εντός κάδρου ανώνυμους ήρωες του κοινωνικού περιθωρίου. Ο Κεκάτος κινηματογραφεί το ταξίδι αυτής της πολύχρωμης κομπανίας αγκαλιάζοντάς το με ένα φιλεύσπλαχνο καθαρό φως την ημέρα, που αλλάζει εποχές και γεωγραφικά τοπία, απογειώνοντάς το ωστόσο τη νύχτα – χαρακτηριστικό στοιχείο του δημιουργού -, όταν οι φωτισμοί και τα παντός τύπου λαμπάκια προσδίδουν μια νοσταλγική, σχεδόν μαγική διάσταση στον χώρο και τον χρόνο. Απλωμένα ρούχα σε παραθαλάσσια τοπία, εκστατικοί νυχτερινοί χοροί στην αμμουδιά, κολύμπι στις παραλίες, λυκάνθρωποι στο δάσος υπέροχα χορογραφημένοι, όπως και η εξαιρετική ερωτική σκηνή στα ρηχά νερά, νυχτερινές διαρρήξεις, κοριτσίστικες αναπολήσεις και ονειροπολήσεις στο χιόνι (σαν στην « Aιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού»), σκηνές όλες μιας κινούμενης τοιχογραφίας που παρότι χαλαρής σεναριακά, διατηρεί ωστόσο τις σταθερές της, έτσι ώστε να μην εκτροχιάζεται. Οι αποφθεγματικού τύπου διάλογοι που παρεμβάλλονται σποραδικά στο σώμα της ταινίας άλλοτε φωτίζουν και άλλοτε αποδυναμώνουν μια ιστορία που λειτουργεί καλύτερα στη σωματική της, ζωώδη σχεδόν αναπαράσταση.
Και μέσα σε αυτό το κινούμενο γεωγραφικό και συναισθηματικό τοπίο, με τους διαφορετικής προέλευσης νεαρούς δραπέτες που «δεν θέλουν να κινούνται σε ράγες» και δοκιμάζονται σε μικρές ή μεγαλύτερες πράξεις αντίστασης, η Χλόη (εξαιρετική η ερμηνεία της Δάφνης Πατακιά), το αγρίμι που εξημερώνεται χάρη στην τρυφερότητα και την αλληλεγγύη των ξένων. Από την ανυπακοή έως την υιοθέτηση ενός καινούριου βλέμματος του κόσμου, το πρόσωπό της ακολουθεί η ταινία, με έναν τρόπο αέρινο και βαθιά συγκινητικό.
Berlinale 2025/ Generation 14plus