του Florian Pochlatko
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2425_how-tobe-normal.jpg

Βγαίνοντας απ’ την ψυχιατρική κλινική όπου νοσηλευόταν η νεαρή Πία επιστρέφει στο σπίτι των γονιών της και στην ασφυκτική προσπάθεια να ενταχθεί στην παράξενη γι αυτήν κανονικότητα της κοινωνίας. Πιάνει δουλειά στην εταιρεία του πατέρα της, κάνει απόπειρες προσέγγισης του πρώην αγαπημένου της, συναντά την παλιά της κολλητή και προσπαθεί να εξισορροπήσει τον κόσμο που βλέπει γύρω της μ’ αυτόν που υπάρχει στο κεφάλι της παίρνοντας κάθε πρωί την φαρμακευτική αγωγή της. Παρ’ όλα αυτά κάποιες μέρες στη δουλειά εμφανίζονται πράκτορες που μοιάζουν σαν να έχουν βγει απ’ το Matrix…
Δύσκολο εγχείρημα αποτόλμησε ο Florian Pochlatko με το ντεμπούτο του στις μεγάλου μήκους ταινίες μιας και το How to be normal and the oddness of another world θέλει να ιχνηλατήσει κατ’ ουσία τις ίδιες τις διεργασίες της ψύχωσης μέσα απ’ την απεικόνιση της διαδρομής μιας νεαρής κοπέλας που καταρρέει. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, τον δικαιώνει σε μεγάλο βαθμό, αφενός χάρη στην εντιμότητα μιας προσέγγισης που δεν καταφεύγει σ’ εύκολες εκπτώσεις κι εντυπωσιασμούς κι αφετέρου χάρη στη φρεσκάδα μιας κινηματογραφικής ματιάς που βάζει την κάμερα ν’ αστειεύεται μ’ όλα τα δύσκολα της ηρωίδας.  Το χιούμορ αυτό που υποστηρίζεται κι από μια αντίστοιχη εικαστική αντίληψη που ενίοτε παραπέμπει και σε κόμικ κάνει την ταινία πιο ευκολοθέατη κι ανάλαφρη και καθιστά λιγότερο τρομακτική την κατάδυση της Πία σ’ έναν εσωτερικό κόσμο κατακερματισμένο και ασταθή που περιέχει ψευδαισθήσεις, αυτοκαταστροφικές κρίσεις και τάσεις, αλλά και μια λυσσαλέα διάθεση για ζωή. Οι ακραίες αντιδράσεις της Πία απέναντι στις επιθυμίες της, μοιάζουν κάποιες φορές να μην εκπορεύονται μόνο απ’ την αρρώστια της, αλλά κι απ’ την ανάγκη για ζωή και έρωτα που κάνει συχνά τη νεότητα να φλερτάρει με το ανεξέλεγκτο και το θάνατο ως μέρος της ενηλικίωσής της. Οι γονείς όπως κι οι υπόλοιποι ήρωες αναπαριστώνται πολύ ρεαλιστικά ως προς τις αντιδράσεις τους, παραμένουν, όμως, κάπως επιγραμματικοί στην ανάπτυξή τους, η ταινία, όμως κατορθώνει να αντιπαραβάλλει τον τρόπο που και οι δικοί τους κόσμοι καταρρέουν και τους κάνουν να αισθάνονται ξένοι μέσα σε μια πραγματικότητα που συνεχώς και ερήμην τους αλλάζει. Έξυπνο εύρημα και ουσιώδες ως προς τη σημασία του η παρουσία του μικρού παιδιού δίπλα στην ηρωίδα με το μοιρασμένο «εκτός πραγματικότητας» των δύο να παραπέμπει στην αθωότητα και την παιδικότητα που -εκτός ίσως των καλλιτεχνών- όλοι οι άλλοι απαρνηθήκαμε μεγαλώνοντας ως τίμημα για την ένταξη μας στην προκαθορισμένη κανονικότητα της κοινωνίας.    
Η Πία είναι ικανή να επικοινωνήσει με το παιδί πολύ πιο άμεσα απ’ τους άλλους ενήλικες μια και το παιχνίδι όπως κι η τέχνη μας βοηθά να πραγματευτούμε τα ανεξέλεγκτα μέσα μας και να αντιπαλέψουμε τους φόβους και τις φαντασιώσεις μας για την πραγματικότητα μέσα απ’ την ίδια τη φαντασία.  Το μοίρασμα αυτό, που η Πία τόσο έχει ανάγκη, δεν επιτυγχάνεται στον κόσμο των ενηλίκων, ούτε ακόμα κι όταν λειτουργούν ως καταφύγια, ούτε καν στον έρωτα μια κι η φάση στην οποία βρίσκεται δεν της επιτρέπει ακόμα να φροντίσει μια σχέση.
 Η ταινία λειτουργεί έτσι κι ως μια μικρή υπενθύμιση της τεράστιας μοναξιάς του ψυχωσικού που απομονώνεται απ’ τους άλλους ως «περίεργος» αλλά κι ο κόσμος μοιάζει αλλόκοτος στο ίδιο – μια διττότητα που πολύ εύστοχα εμπεριέχεται και στον διφορούμενο τίτλο της ταινίας. Ο μόνος που συναισθάνεται την Πία είναι ο άλλος ψυχωτικός -δηλαδή ο όμοιος- που δεν εκλαμβάνει την πορεία της ως μια διαδρομή πτώσης κι αποτυχιών, αλλά αντίθετα επιμονής κι αγώνα. Ο σκηνοθέτης μας αφήνει το χώρο να σκεφτούμε πάνω σ’ όλα αυτά, αφού μας έχει πρώτα καταστήσει όσο μπορεί «εκ των έσω» μέτοχους μιας ψυχικής κατάστασης που μοιάζει «ανοίκεια» όχι εν τέλει επειδή ανήκει σε κάποιον άλλο, εντελώς διαφορετικό από εμάς, αλλά αντίθετα επειδή παραπέμπει και σε κρυφά, καλά καθυποταγμένα δικά μας κομμάτια.  

Berlinale 2025/ Perspectives