του Davy Chou
(το σχόλιο του Μισέλ Δημόπουλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_retour-a-seoul.jpg

Πρόσφατα πολύ γοητεύτηκα από την ταινία του Ντέιβυ Τσου «Επιστροφή στη Σεούλ», που δικαιολογημένα κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο του Φεστιβάλ της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας. Πρωταγωνιστεί η εκπληκτική Παρκ Τζι-Μιν (πρώτος της ρόλος). Υποδύεται την εικοσιπεντάρη Φρέντυ, κορεάτικης καταγωγής και υιοθετημένη όταν ήταν μωρό από Γάλλους γονείς, η οποία επιστρέφει στη Σεούλ τάχα τυχαία, τάχα από σπόντα (από μια σπόντα όμως που θα αποδειχτεί «μοιραία»). Διότι στη Σεούλ τι θα αναζητήσει; τι άλλο από την πραγματική ταυτότητα της σε μια χώρα που της είναι ξένη, που δεν μιλάει τη γλώσσα της και που αγνοεί τις πολιτισμικές της αναφορές. Καταρχήν θα ψάξει επίμονα τα ίχνη των βιολογικών γονιών της. Ο βιολογικός πατέρας της θα ανταποκριθεί άμεσα στο κάλεσμα της, το μόνο όμως που θα μοιραστεί μαζί της είναι το νωπό και βαθύ τραύμα της ενοχής του ενώ η συμπεριφορά του θα φανερώσει το ανυπέρβλητο πολιτιστικό χάσμα που τους χωρίζει. Η Φρέντυ θα λέγαμε σήμερα δεν «μασάει», είναι ελεύθερο και άπιαστο πουλί απρόβλεπτο και ζόρικο. Στις σκηνές με τον βιολογικό πατέρα της είναι συγκινημένη και συνάμα απότομη. Το αινιγματικό της πρόσωπό, στα αμέτρητα γκρο πλάνα της, μπορεί κάλλιστα - ενώ μοιάζει ανέκφραστο - να κρύβει επιθετικότητα, αναβρασμό ψυχής ή χαρά, ξαφνιάζοντας τις παρέες των ντόπιων όπου κυκλοφορεί. Όπως η ηρωίδα του, κάθε άλλο παρά συμβατική είναι η δεύτερη ταινία φιξιόν που γύρισε ο νεαρός Γαλλό-Καμποτζιανός σκηνοθέτης Ντέιβι Τσου. Είναι μια νεωτεριστική ταινία, με ελεύθερη αφήγηση, ελλείψεις και εικαστική δύναμη. Ο δημιουργός αποφεύγει νατουραλισμούς και μελοδραματισμούς, κρατάει πάντα μια απόσταση ασφαλείας από το θέμα του και χαλαρώνει, στο τελευταίο μισάωρο, την σεναριακή μεστότητα και αληθοφάνεια, σαν να ήθελε να αμφισβητήσει την ίδια τη συνοχή της μυθοπλασίας του.

(πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο Facebook)