(Τα άγρια αγόρια)
του Bertrand Mandico
του Μισέλ Δημόπουλου
ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
Μια ταινία αλλιώτικη από τις άλλες, παράξενη μα σκέτη απόλαυση, κάνει διακριτικά την εμφάνισή της στους κινηματογράφους τις επόμενες μέρες. Τίτλος της «ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΑΓΟΡΙΑ»/ Les garçons sauvages. Σκηνοθέτης ο Γάλλος Μπερτράν Μαντικό/ Bertrand Mandico, πρωτοεμφανιζόμενος σε μεγάλου μήκους, αλλά παραγωγικότατος μικρομηκάς με πάνω από 20 ταινίες στο ενεργητικό του (τα τελευταία είκοσι χρόνια με διακρίσεις στα διεθνή φεστιβάλ). «Ήθελα να εξερευνήσω ένα είδος φανταστικού αφηγήματος που δεν συνηθίζεται όταν προσεγγίζει κανείς μια πρώτη μεγάλου μήκους: μια ιστορία που αναμιγνύει περιπέτεια και σουρεαλισμό, τροπικό νησί και στούντιο, σαπιοκάραβο και θύελλα... Η ιδέα μου ήρθε από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Μπάροουζ. Ειδικότερα με καθοδήγησαν κάποιες μικρές σκηνές όπου νεαροί συνουσιάζονται έξαλλα μ’ ένα φυτικό βασίλειο σε σεξουαλική υπερδιέγερση ή άλλες σκηνές γεμάτες λυρισμό όπου οι νεαροί τραβάνε μπροστά για την κατάκτηση του κόσμου. Κάτι τέτοιο προσπάθησα να το μεταφυτέψω σ’ ένα αφηγηματικό περιβάλλον περιπέτειας που θυμίζει Ιούλιο Βερν.»
Πρόκειται για ένα παραμύθι μύησης αλλόκοτο, μαγικό και ρομαντικό, ένα ορμητικό και ονειρικό τριπ όπου μια συμμορία αγοριών αφημένων στο έλεος μιας αχαλίνωτης φαντασίας φτάνει μετά από τρικυμιώδη οδύσσεια σ’ ένα μυστηριώδες ερημικό νησί. Εκεί, σ’ αυτό το «νησί των ηδονών», πανίδα και χλωρίδα σε πλήρη έξαρση συμμαχούν για μια πρωτοφανή μετατροπή όλων των σεξουαλικών δεδομένων με πρώτη και κύρια τη μεταλλαγή της ταυτότητας φύλου της «άγριας συμμορίας». Τα μάτσο αγόρια μολυσμένα από τις θηλυκές ορμόνες που υπερισχύουν στο νησί μεταμορφώνονται ραγδαία το ένα μετά το άλλο σε ελκυστικές αμαζόνες χωρίς καν να αντιληφθούν (μόνο εκ των υστέρων) την πέρα για πέρα εξωφρενική τρανσέξουαλ μεταβολή τους (σπουδαίο εύρημα: τους ρόλους των αγοριών ερμηνεύουν κοπέλες με ερμαφρόδιτο παρουσιαστικό και είναι πειστικές). Η δήθεν άγρια αρσενικότητά τους υποκλίνεται εν τέλει μέσα από θυελλώδεις και θαυμαστούς μηχανισμούς μπροστά στη μη αναστρέψιμη θηλυκοποίηση του σύμπαντος. Απ‘ αυτή την άποψη η ταινία δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί φεμινιστική.
Ο Μαντικό θολώνει τα νερά, ανατρέπει τα είδη, αμφισβητεί τα καθιερωμένα σημεία αναφοράς. Παίζει σε όλα τα ταμπλό: συνυπάρχουν ή εναλλάσσονται παρωδία, χιούμορ και σκληρότητα, σοφιστικέ κατασκευές δίπλα σε στοιχεία γκροτέσκ και χοντροκοπιάς, ψυχεδελισμός και πρωτογονισμός, κομψό ασπρόμαυρο και κραυγαλέο χρώμα. Αυτό είναι το στιλ του, η εικονοκλαστική του δύναμη και η ιδιαιτερότητα της κινηματογραφικής του γραφής.
Μοναδικός μάστορας μιας πολυφωνικής τέχνης, ο Μαντικό πλέκει επίσης έναν σύνθετο ιστό πολλαπλών αναφορών, λογοτεχνικών (Στίβενσον, Χ.Τζ. Γουέλς, Ζενέ, Γουίλιαμ Γκόλντιν, κλπ) και σινεφιλικών (Κοκτό, Μπόροβτζικ, Ραούλ Ρουίζ, Φασμπίντερ, Κάρπεντερ, Γκάι Μάντιν, Μάριο Μπάβα, Κένεθ Άνγκερ, Ουακαμάτσου, κλπ, ξετρύπωσε μέχρι και τον Νίκο Κούνδουρο στις «Μικρές Αφροδίτες») τις οποίες υπογραμμίζει ο ίδιος σε κάθε του συνέντευξη. Και αυτό το κουβάρι τσιτάτων και αναφορών κάθε άλλο παρά καθηλώνει την ακομπλεξάριστη ροή της μυθοπλασίας, αντίθετα της παρέχει εκθαμβωτικό εύρος και μια συναρπαστική συνοχή. Λειτουργεί σαν το παλίμψηστο μιας προσωπικής και συλλογικής πολιτιστικής μνήμης.