(Ο Έλληνας γείτονας)
του Rainer Werner Fassbinder
(το σχόλιο του Μισέλ Δημόπουλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_ellinas-geitonas.jpg

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΓΚΑΣΤΑΡΜΠΑΙΤΕΡ ΤΟΥ ΦΑΣΜΠΙΝΤΕΡ
Διάβασα τις προάλλες ότι το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σύρου (SIFF) ξεκινάει αυτές τις μέρες με 2 ταινίες που θα προβληθούν (από σήμερα το βράδυ μου φαίνεται) στην ταράτσα του Ινστιτούτου Γκέτε της Αθήνας. Ξαφνιάστηκα κάπως με τους τίτλους των ταινιών  αλλά οι καλλιτεχνικές επιλογές των υπευθύνων του κυκλαδίτικου φεστιβάλ, καθόλου προβλέψιμες, το αντίθετο μάλιστα, πάντα με ξενίζουν. Οι δυο ταινίες είναι το μοναδικό  «Χάπι Ντέι» (1976) του Παντελή Βούλγαρη και μια σχετικά άγνωστη ταινία του Φασμπίντερ «Ο Έλληνας γείτονας» (1969) που υπήρξε όμως η πρώτη επιτυχία του.
Ο «Έλληνας γείτονας» στηρίζεται στο ομώνυμο μονόπρακτο που έγραψε ο Φασμπίντερ (1945-1982) και που ήταν το πρώτο έργο του που ανέβασε το 1968 στην κολεκτίβα Action-Theater  πριν δημιουργήσει ένα χρόνο αργότερα την δικιά του ομάδα με τον τιτλο Antiteater. Αν και μόλις δεύτερη ταινία του, περιέχει σε εμβρυακή μορφή τους θεματικούς άξονες που διατρέχουν το έργο του γερμανού δημιουργού. Πάντα με το βλέμμα καρφωμένο στις ιστορικές και κοινωνικές εξελίξεις της χώρας του, ανασύρει ήδη στην ταινία αυτή – με κύριο μοχλό τον μετανάστη Γιώργο – τις πιο σκοτεινές πτυχές της μεταπολεμικής Γερμανίας, διατυμπανίζοντας ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια  στον ρατσισμό, που τον θεωρεί ούτε λίγο ούτε πολύ σύμφυτο με την γερμανική ψυχή.   
Η ταινία μας μεταφέρει σε μια άχρωμη και μουντή καθημερινότητα στο Μόναχο  της δεκαετίας του ’60 όπου περιφέρονται ασκόπως  τέσσερα νεαρά ζευγάρια: η Μαρί τα ‘χει με τον Έριχ, ο Πάουλ κοιμάται με την Χέλγκα, η Ελίζαμπετ συντηρεί τον Πέτερ και η Ρόζι πουλάει το κορμί της στον Φραντς, ενώ η μοναχική φίλη τους Γκούντα αναζητά το ταίρι της. Τη ζωή τους και τις ανιαρές σχέσεις τους διαταράσσει ο Έλληνας Γιώργος (τον ερμηνεύει ο ίδιος ο Φασμπίντερ), ένας γκασταρμπάιτερ που σχεδόν δεν μιλά γερμανικά, όμως η γοητεία του, κράμα σεξουαλικής υπεροχής και ντροπαλότητας, ασκεί μεγάλη έλξη στα κορίτσια της παρέας, διασαλεύοντας τις μπερδεμένες εσωτερικές δυναμικές της. Σεξουαλικός φθόνος, μίσος για τον ξένο και βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις, οδηγούν τους άντρες της παρέας να ξυλοφορτώσουν άγρια τον Γιώργο, με την ελπίδα να απαλλαγούν από αυτόν. Όμως εκείνος θα καταφέρει να εισχωρήσει στον μικρόκοσμό τους.
Ο Φασμπίντερ καυτηριάζει τον άρρωστο ψυχισμό της κοινωνίας, η οποία περνά από την αδράνεια  στην εχθρότητα και από την ξενοφοβία στη βία. Τα στατικά, μετωπικά  πλάνα όπου παρατηρούμε μια συνεχή ανασύνταξη των προσώπων που παρελαύνουν, η κοντράστ ασπρόμαυρη φωτογραφία, οι αργές κινήσεις της μηχανής λήψης και η άκαμπτη αβάν-γκαρντ αισθητική υπογραμμίζουν την αφόρητη ανία και τον κομφορμισμό όπου  βαλτώνουν μαζοχιστικά οι χαρακτήρες οι οποίοι προκαλούν αντιπάθεια στο θεατή, κυρίως οι άντρες, αθεράπευτα φαλλοκράτες, που δεν διστάζουν να επιβληθούν με τη βία στις άβουλες γυναίκες τους. Η μουσική του Πέερ Ράμπεν εμπνευσμένη από τον Σούμπερτ μοιάζει να σχολιάζει ειρωνικά την απουσία δράσης ενώ οι απελπιστικά ψυχροί διάλογοι υποδηλώνουν εμφατικά ότι απουσιάζει επίσης η παραμικρή σταγόνα συγκίνησης στις σχέσεις των ανθρώπων. Η μόνη που διαθέτει κάποιο απόθεμα ανθρωπιάς και που τάσσεται με το μέρος του Γιώργου είναι η πανέμορφη Χάνα Σιγκούλα στο ρόλο της Μαρί, που ξεχωρίζει από τους «άψυχους» που την περιβάλλουν. Ο «Έλληνας γείτονας» ίσως φανεί σήμερα προφητικό, ας μην ξεχνάμε ότι παραπέμπει στις εντάσεις που είχαν προκληθεί από το πρώτο κύμα μεταναστών στη Γερμανία – με τους Έλληνες να πρωτοστατούν.  Δεν παύει όμως το μήνυμα της ταινίας να είναι διαχρονικό με την «ξενοφοβική» και ρατσιστική έκρηξη μετά την επανένωση της χώρας  μέχρι και την τραγικά επίκαιρη σύγχρονη πραγματικότητα.

(πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο Facebook)