του Mehmet Akif Büyükatalay
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
Μια ταινία ενός προοδευτικού τουρκογερμανού σκηνοθέτη αποκτά απρόσμενα προβλήματα όταν σ’ ένα γύρισμα-αναπαράσταση μιας δολοφονικής ρατσιστικής επίθεσης του παρελθόντος στη Γερμανία καίγεται μυστηριωδώς ένα Κοράνι. Ο τουρκικής καταγωγής οδηγός της παραγωγής και δυό πρόσφυγες που συμμετείχαν ως κομπάρσοι στο γύρισμα εκφράζουν, σε διαφορετικό τόνο ο καθένας, την αντίθεσή τους στη δεύτερη βοηθό σκηνοθέτη, Ελίφ. Λίγο μετά, η Ελίφ χάνει τα κλειδιά του σπιτιού του σκηνοθέτη όπου φιλοξενείται και κατόπιν δίνει απερίσκεπτα τη διεύθυνση σ’ έναν άγνωστο. Είναι η αρχή μιας σειράς γεγονότων που θα οδηγήσουν σε μια σημαντική κλοπή για την οποία κανείς δεν δηλώνει ένοχος, αλλά κανείς δεν μοιάζει κι αθώος…
Ταινία που μεταβάλλει την οπτική της συνεχώς μετατρέποντας και το θεατή από παρατηρητή σε επίδοξο ντεντέκτιβ, η Hysteria του Mehmet Akif Büyükatalay κλιμακώνει ευρηματικά το σασπένς της και γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρουσα καθώς μεταλλάσσεται από ντοκιμαντερίστικου στιλ αναπαράσταση-καταγγελία, σε ευρύτερο κοινωνικό-υπαρξιακό προβληματισμό κι από εκεί σε αστυνομικό θρίλερ ψυχολογικών προεκτάσεων που με μια ακόμα ανατροπή μας φυλάει την πιο εξαιρετική του στιγμή για το τέλος! Η πλοκή παίζει διαρκώς με τη συνθήκη «αθώος-ένοχος» για να εισάγει μια πολυδιάστατη προβληματική που δεν εγκλωβίζει τους πρόσφυγες, ή κι οποιονδήποτε άλλο, στο σύνηθες δίπολο θύτη-θύματος, αντίθετα κάνει τη στάση του καθενός μέρος της ίδιας της ανάπτυξής της. Άμεσα ή και πιο υπαινικτικά θέτει έτσι μέσα απ’ τους πρωταγωνιστές μια ολόκληρη σειρά ζητημάτων πραγματικότητας κι αναπαράστασης, συνύπαρξης και διαχωρισμού, ορίων κι ελεύθερης έκφρασης, ουσίας και φαίνεσθαι, προσωπικής στόχευσης και κοινού σκοπού, καθώς και δυσκολιών εξισορρόπησης διαφορετικών ταυτοτήτων – συχνά μέσα και στο ίδιο άτομο. Η αφήγηση ζεσταίνει τα χρώματά της όσο η ώρα περνά για να ισοσταθμίσει λες την παγωμένη ατμόσφαιρα της ιδιοτέλειας και της ξεροκεφαλιάς που κρύβουν μέσα τους οι πολιτισμένες στάσεις και οι διαθέσεις συνδιαλλαγής, με τις προσωπικές φιλοδοξίες ν’ αναδεικνύονται δυνητικά εξίσου αδίστακτες με τις ακλόνητες ή τις ακραίες πεποιθήσεις. Σ’ αυτή την ταινία που μας μιλά για μια ταινία η τύχη της οποίας είναι αμφίβολη, η εγκιβωτισμένη ιστορία της αρχής επανέρχεται στο εξαίσιο τέλος ως φάρσα όπως θα έλεγε κι ο Μαρξ με την δυνατότητα, ωστόσο, να γίνει πάλι τραγωδία. Ευτυχώς λοιπόν που το μαύρο χιούμορ είναι εκεί για να μας θυμίσει -εγκαίρως ας ελπίσουμε- πως μπορεί να μην θέλουμε ν’ αρμενίσουμε όλοι μαζί, αν συνεχίσουμε, όμως να παραγκωνιζόμαστε έτσι μεταξύ μας, πολύ πιθανά κάποια στιγμή απλώς θα βουλιάξουμε όλοι παρέα.
Φεστιβάλ Βερολίνου 2025/ Panorama