(Καρουζέλ)
του Zoltan Fábri
του Μισέλ Δημόπουλου
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_korhinta-2.jpg

TΟ ΜΑΓΥΑΡΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΕΛ
Εύγε στην εταιρία διανομής Carousel που μας προσφέρει αυγουστιάτικα το κορυφαίο «Carousel» του Ζόλταν Φάμπρι. Προφανώς όπως θα μαντέψατε, η συνωνυμία δεν είναι σύμπτωση: η ίδια εταιρία είχε διοργανώσει πριν τρία χρόνια στην Αθήνα μια εβδομάδα ιστορικών Μαγυάρικων ταινιών. Και κάθε χρόνο έχει στο μενού της μια ουγγρική ταινία. Το «Καρουζέλ» (1956) είναι η φετινή: πρόκειται, χωρίς υπερβολή, για τον πρώτο μεγάλο σταθμό της Ουγγρικής Κινηματογραφίας στη σοσιαλιστική εποχή. Ο δημιουργός της, ο Ζόλταν Φάμπρι, πρωτοπόρος και εκφραστής της νέας σχολής του ’50, θα γίνει και ο βασικός κρίκος στη μετεξέλιξη της, την επόμενη δεκαετία, σ ‘ένα νεωτεριστικό σαρωτικό κύμα θεματικής και αισθητικής αμφισβήτησης (ανάλογο με την έκρηξη της Πολωνικής Σχολής) όπου πρωτοστάτησαν μεγάλοι δημιουργοί σαν τους Γιάντσο, Γκάαλ, Κόβατς, Σάμπο, Κόσα, Μέσαρος, Έλεκ, κλπ. Αυτοί οι σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς όπως και ο ίδιος ο Φάμπρι, στις καλύτερες στιγμές του (δεν υπήρξε πάντα τόσο εμπνευσμένος, ελλόχευε μέσα του μια τάση προς τον ακαδημαϊσμό και τη σοβαροφάνεια στην οποία δυσκολευόταν ενίοτε να αντισταθεί) θα αναμοχλεύσουν ξανά και ξανά το μόνιμο θέμα της αγροτιάς εμβαθύνοντας αποφασιστικά τις πολύπλοκες σχέσεις του σύγχρονου Μαγυάρου με τις αγροτικές του ρίζες στο πλαίσιο πάντα μιας αναζήτησης πάνω στην ουτοπική όσο και αντιφατική σοσιαλιστική συνείδηση (το βραβευμένο φιλμ του Φάμπρι «Είκοσι ώρες» 1964, ίσως η κορυφαία στιγμή της καριέρας του, είναι ενδεικτικό αυτής της τάσης) ενώ δέκα χρόνια αργότερα, το 1974, στη «Φράση που δεν τελείωσε ποτέ» (ταινία που συζητήθηκε πολύ τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης στη χώρα μας) θα δοκιμαστεί επιτυχώς και πάλι, στις μπρεχτικές προτάσεις για το επικό θέατρο ακολουθώντας πρωτοποριακούς αφηγηματικούς διαύλους στην ανασύσταση της παρακμής μιας μεγαλοαστικής οικογένειας στην Ουγγαρία του μεσοπολέμου, σε μια εποχή διαταραγμένη από ταξικούς αγώνες και με την φασιστική απειλή να παραμονεύει προ των πυλών.
Το «Καρουζέλ» είναι η τρίτη κατά σειρά ταινία του Φάμπρι. Εκεί που καταρχήν ξεχωρίζει σεναριακά είναι στο ότι πλέκει δραματουργικά το «συνηθισμένο» ερωτικό ειδύλλιο μετ ‘εμποδίων δυο νεαρών σε μια Ουγγαρέζικη επαρχεία με το επίκαιρο τότε κοινωνικό (και πολιτικό φυσικά) θέμα της κολλεκτιβοποίησης (βρισκόμαστε γύρω στο 1953). Ο πατέρας της κοπέλας Ίστβαν αρνείται να συμμετάσχει άλλο στο σωματείο των κομμουνιστών αγροτών και βλέπει με κακό μάτι το φλερτ της κόρης του Μαρί με τον νεαρό αγωνιστή και υπέρμαχο της νέας κατάστασης Ματέ. Με μότο το πατροπαράδοτο «η γη παντρεύεται τη γη» κανονίζει συνοικέσιο της Μαρί με τον πλούσιο γαιοκτήμονα Σάντορ τον οποίο θέλει να προσεταιρισθεί. Και φυσικά ξεσπάει το δράμα.
Ο Φάμπρι ξεφεύγει από τις επιταγές του ορθόδοξου σοσιαλιστικού ρεαλισμού χάρη στο λυρισμό, την ποιητικότητα της ματιάς του και τη στιλιστική ένταση της σκηνοθεσίας του που μετουσιώνει την καθημερινότητα της μικρής αγροτικής κοινότητας. Το πανηγύρι της αρχής όπου οι δυο ερωτευμένοι στροβιλίζονται ανέμελοι στο καρουζέλ ή αιωρούνται στον ουρανό πάνω σε περιστρεφόμενες κούνιες με το πάθος της νιότης και της αθωότητας είναι κομμάτι ανθολογίας που συναρπάζει και σήμερα το θεατή. Όπως και στο δεύτερο μέρος της ταινίας, η εξαίρετη σκηνή του ξέφρενου χορού των πρωταγωνιστών σ’ ένα γάμο η οποία πέρα απ ότι ξεχωρίζει για τη βιρτουόζικη μαστοριά της (εκπληκτικό το κατόρθωμα του διευθυντή φωτογραφίας Μπάρναμπας Χέγκι και στις δυο αυτές αλησμόνητες σκηνές) ενσωματώνεται απόλυτα στην δραματουργική κορύφωση της αφήγησης (σαν καζάνι που βράζει) και με όρους καθαρά κινηματογραφικούς.
Εκρηκτική αποκάλυψη της ταινίας είναι χωρίς συζήτηση η Μάρι Τέρετσικ στο ρόλο της Μαρί, του παθιασμένου κοριτσιού που επαναστατεί, της μετρημένης έφηβης που γίνεται χειραφετημένη γυναίκα. Στον πρώτο της ρόλο, φρέσκια και αφράτη σαν τα κρύα τα νερά, προσφέρει μια απίθανη εκφραστική γκάμα συναισθημάτων, συχνά μόνο μ’ ένα απλό λοξό βλέμμα ή ένα ανεπαίσθητο συνοφρύωμα (και με κοντινά πλάνα στην ταινία που θυμίζουν Ντράγιερ). Ήταν φυσικό η Τέρετσικ να ξεκινήσει μια εντυπωσιακή καριέρα και να γίνει η μεγάλη κυρία του Ουγγρικού Σινεμά με πάνω από 150 ταινίες (και με όλους τους σπουδαίους σκηνοθέτες). Μαθαίνω ότι στα 84 της χρόνια είναι πάντα μάχιμη.

(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)