του Μισέλ Δημόπουλου
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_chandal-akerman.jpg

Βλέποντας πρόσφατα διαδικτυακά στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (στο τμήμα Destination: Journey) το ντοκιμαντέρ της βελγίδας Σαντάλ  Ακερμάν/ Chantal Akerman (1950-2015) «Εκεί πέρα»(Là-bas, 2006, που αποδόθηκε «εκεί κάτω», όμως πιο σωστό το «εκεί πέρα» ), ένα ακίνητο και ρηξικέλευθο κλειστοφοβικό ταξίδι σ’ ένα δωμάτιο  στο Τελ Αβίβ, θυμήθηκα την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε με την σκηνοθέτιδα, στα μέσα της δεκαετία του 70, στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ, τότε σινεφιλική κυψέλη του πιο ζωντανού και πρωτοποριακού  κομμάτι του σινεμά, όπου κλείναμε ραντεβού κάθε Φλεβάρη για 2 δεκαετίες, ο Δημήτρης Εϊπίδης, καμιά φορά και ο Χρήστος Βακαλόπουλος και γω.  Λίγους μήνες πριν είχα εισπράξει  το σοκ του αριστουργήματος της, το  «Ζαν Ντιλμάν»(Jeanne Dielman, 23 Quai du Commerce,1080, Bruxelles, 1975) με την Ντελφίν Σερίγκ (σήμερα ταινία καλτ), τραγική μα μίνιμαλ εποποιία της γυναικείας καθημερινότητας που με τα χρόνια απέκτησε τις δάφνες ενός φεμινιστικού μοντερνίστικου «μανιφέστου» της γυναικείας αλλοτρίωσης.  Η Ακερμάν μας διηγήθηκε  τότε και με τον πιο γλαφυρό τρόπο τα προηγούμενα χρόνια της στη Νέα Υόρκη, τις στενές επαφές της με την  «αντεργκράουντ» σκηνή, και πως μυήθηκε στον πειραματικό σινεμά  του Τζόνας Μίκας, του Γουόρχολ και του Μάικλ Σνόου. Μετά βρισκόμασταν αραιά και που σε φεστιβάλ ή στο Παρίσι, μέχρι που δέχτηκε το 1996 την πρόσκληση μου να αναλάβει την προεδρία της διεθνούς Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εκείνη τη χρονιά, γεγονός που με γέμισε χαρά. Είχα αρκετό καιρό να την δω, ήταν όμως η ίδια, μικρόσωμη και δυναμική, τσαχπίνικο βλέμμα, διεισδυτικά πράσινα μάτια, σεμνό χαμόγελο. Είχε ήδη διανύσει σπουδαία, μοναδική πορεία στο χώρο του κινηματογραφικού μοντερνισμού, αγγίζοντας δημιουργικά όλους τους τομείς της καλλιτεχνικής έκφρασης (τόσο με την εικόνα όσο και με τη γραφή): τη μυθοπλασία, το δοκίμιο, το ντοκιμαντέρ, τα ημερολόγια ταξιδιών, τον πειραματικό σινεμά ή την εικαστική εγκατάσταση βίντεο. Από το πρώτο της μικρού μήκους που γύρισε στα 18, το «Ανατινάξου πόλη μου» η Ακερμάν αναμιγνύει τα είδη: το δράμα, η τραγωδία διαπλέκονται με την κωμωδία, το μπουρλέσκ ενώ ήδη από τότε η αυτοβιογραφία ή αλλιώς η αυτοπροσωπογραφία ή μάλλον όπως ονομάζεται τώρα η αυτομυθοπλασία, καταξιώνεται ως η κατεξοχήν δεξαμενή  όπου διασταυρώνονται εμμονικά από ταινία σε ταινία (και είναι κοντά 40, οι ταινίες μικρές και μεγάλες μαζί με τις εγκαταστάσεις βίντεο)τα γνώριμα της μοτίβα: ο εγκλεισμός, η μοναξιά, η περιπλάνηση, το ξερίζωμα, η επανάληψη, η καταπιεσμένη οργή και η συναισθηματική κινητικότητα, συν το νήμα της οικογένειας, όχι πάντα αυτονόητο αλλά ανεξίτηλο, μαζί με το τραύμα των στρατοπέδων και της μητέρας της (η μόνη από την οικογένεια που γύρισε από το Άουσβιτς). Το ’γραψε εύστοχα γάλλος  κριτικός «η φιλμογραφία της Ακερμάν αποτελεί  ένα ταξίδι προς τη μητέρα που διαρκεί 50 χρόνια».
Παρά τους φαινομενικά ακυβέρνητους ελιγμούς  της που την οδηγούν στη πορεία σε πιο βατά μονοπάτια (μιούζικαλ, μελόδραμα, λογοτεχνική διασκευή, κλπ), αυτό που χαρακτηρίζει το έργο της είναι η συνέπεια, η συνοχή: άρνηση του νατουραλισμού, της ψυχολογικής ερμηνείας και μια έντονη κλίση προς το στιλιζάρισμα και την αναζήτηση μιας ξεχωριστής, αλλιώτικης δραματουργίας.  Τα τελευταία χρόνια παρέκκλινε όμως από τον καθαρά κινηματογραφικό στόχο για να παραβιάσει  ως τυχοδιώκτρια τα στεγανά των τεχνών και έγινε περιζήτητη σε μουσεία και χώρους εκθέσεων (Κέντρο Πομπιντού, Μπιενάλε Βενετίας, Ντοκουμέντα, ΜοΜα, κλπ). Η Σαντάλ Ακερμάν έκανε ταινίες «δωματίου», οι χώροι της είναι περιχαρακωμένοι, δωμάτια, διαμερίσματα, διάδρομοι, κουπέ τρένων, τα σύνορα είναι ασφυκτικά και δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να συλλάβει κανείς τις αντιστοιχίες ή και την ομοιότητα του δικού της σύμπαντος με το παρατεταμένο λοκντάουν που ζούμε καθημερινά.
Η Σαντάλ Ακερμάν έπασχε από διπολική διαταραχή, αυτοκτόνησε στις 5 Οκτωβρίου 2015, ενάμιση χρόνο μετά το θάνατο της λατρεμένης της μητέρας. Στις ταινίες της δεν λείπουν οι νύξεις σχετικές με μια ενδεχόμενη αυτοκτονία της.
(Επειδή το έργο της Ακερμάν είναι στην χώρα μας παραγνωρισμένο εκτός από σκόρπιες προβολές σε φεστιβάλ, ξεχωρίζω μερικούς τίτλους ιδιαίτερα σημαντικούς: “Jeanne Dielman”, “Les Rendez-vous d’Anna”(1978), “Toute une nuit”(1982), “D’Est”(1993), “Sud”(1999), “De l’autre côté”(2002), “La captive”(1999) πολύ ελεύθερη διασκευή της «Φυλακισμένης» του Προυστ.    
Ωστόσο θα ήταν καλοδεχούμενο να υπάρξει στο μέλλον ειδικό αφιέρωμα σε φεστιβάλ. Η Ακερμάν έχει επηρεάσει –το έχουν τονίσει οι ίδιοι - σκηνοθέτες όπως ο Χάνεκε, ο Γκας Βαν Σαντ, ο Τοντ Χέινς και ο Τσάι Μινγκ Λιάνγκ.
Η φωτογραφία της είναι του εμπνευσμένου φίλου Βαγγέλη Ρασσιά που ήταν τότε ο φωτογράφος του ΦΚΘ. Πάρθηκε το Νοέμβριο 1996.)

(πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο Facebook)