του Μισέλ Δημόπουλου
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_lucian-pintilie.jpg

Δέκα ταινίες μέσα σε σαράντα ολόκληρα χρόνια δεν είναι πια και τόσο τεράστιος απολογισμός κι’ όμως ο Λουσιάν Πιντιλιέ (που πέθανε στις 16 Μαΐου σε ηλικία 84 χρόνων) θεωρείται δικαίως ότι ενσαρκώνει τον Ρουμάνικο κινηματογράφο ως ο σπουδαιότερος πρεσβευτής του σε βάθος χρόνου (και η νέα γενιά των σπουδαίων Ρουμάνων δημιουργών τον παραδέχεται), όπως ο Αγγελόπουλος τον Ελληνικό και ο Κουστουρίτσα τον πρώην Γιουγκοσλάβικο, για να αρκεστούμε στην Βαλκανική. Με την μόνη διαφορά ότι ό κινηματογράφος δεν υπήρξε για τον ίδιο το μοναδικό πεδίο δράσης και έκφρασης. Ξεκίνησε από το θέατρο στην δεκαετία του ‘50 και όταν, ως «άβολος» καλλιτέχνης στην απερίγραπτη εποχή του καθεστώτος Τσαουσέσκου, αναγκάστηκε να εξοριστεί λόγω της απαγόρευσης της δεύτερης και για πολλούς καλύτερης του ταινίας ("Reconstituirea/ Αναπαράσταση", 1969), επέστρεψε πάλι στο θέατρο και αφιερώθηκε, για δυο δεκαετίες, σχεδόν αποκλειστικά σ’ αυτό, με εκθαμβωτικά ανεβάσματα κλασικών έργων (Τσέχοφ, Στρίντμπεργκ, Ίψεν, Ιονέσκο, Γκόγκολ, κλπ) σε Ευρώπη και Αμερική και παραστάσεις που έμειναν ιστορικές. Με άλλα λόγια ο Πιντιλιέ αποδείχτηκε ένας ξεχωριστός και πρωτότυπος μάστορας και της σκηνής και της οθόνης διαπρέποντας και στα δύο αυτά εκφραστικά πεδία όσο λίγοι άλλοι καλλιτέχνες διεθνώς. Όσο και αν ξεχάστηκε τα τελευταία χρόνια (φυσικά πέρα από την Ρουμανία), όταν στις Κάνες έμαθα για το θάνατο του, μου ήρθαν στο νου οι θαυμάσιες ταινίες που είχε παρουσιάσει σ’ αυτό το φεστιβάλ στη δεκαετία του ’90: το αριστούργημα του «Η Βελανιδιά» το 1992, «Ένα αξέχαστο καλοκαίρι»,το 1994 και το «Πολύ αργά» το 1996. Πριν έρθει στη Θεσσαλονίκη το Νοέμβρη του 96 να εκθέσει το σύνολο της δουλειάς του, μιας δουλειάς που τη χαρακτηρίζει, όπως έγραψε ο μακαρίτης φίλος Νίκος Κολοβός, ένας «μαγικός ή ωμός ρεαλισμός» (με ερωτηματικό).
Παραθέτω κείμενο μου για τη «Βελανιδιά» γραμμένο το 2013 για ένα αφιέρωμα στο τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια» του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Στην «Βελανιδιά» που γυρίζει το 1991 επιστρέφοντας στην Ρουμανία μετά το τέλος του κομμουνισμού, ο Πιντιλιέ συγκρούεται μετωπικά με τις πιο απίστευτες εκφάνσεις του παράλογου ολοκληρωτισμού που ο Τσαουσέσκου είχε επιβάλλει στην χώρα του και που, στην ταινία, αποτυπώνονται λίγο πριν από την κατάρρευσή του. Το χέρι του Πιντιλιέ είναι βαρύ, η ματιά του αποκαλυπτική. Μέσα από την ξέφρενη διαδρομή δυο ασυνήθιστων ηρώων, της αγανακτισμένης εκπαιδευτικού Νέλα και του ασυμβίβαστου χειρούργου Μίτικα – επιεικώς αντικομφορμιστές ή παλαβοί προβοκάτορες – η προσέγγιση του δημιουργού μοιάζει, όπως σημειώνει ο μακαρίτης Νίκος Κολοβός (στην έκδοση που είχαμε αφιερώσει στον Πιντιλιέ με την ευκαιρία του αφιερώματος στο 37ο Φεστιβάλ), «με την οργίλη απόξεση μιας πελώριας πληγής παρά με απλή εκκαθάριση λογαριασμών». Και συνεχίζει «ο σοσιαλιστικός στρατός, η κοινωνική πρόνοια του σοσιαλισμού, η συντροφική αλληλεγγύη, η αποσαθρωμένη γραφειοκρατία του κομματικού κράτους, οι ατελείς και σκουριασμένοι μηχανισμοί συντήρησης και λειτουργίας του καθεστώτος, η περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής, ανεβαίνουν από τον βορβορώδη βυθό στην επιφάνεια με εκπληκτική ταχύτητα.»
Πράγματι, ήδη από τους τίτλους αρχής μπαίνουμε κατευθείαν στο πνεύμα της ταινίας μ’ ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής: ένα γρήγορο και μακρύ τράβελινγκ διασχίζει, σύριζα στη γη, μια εγκαταλελειμμένη αλάνα σκουπιδότοπος πριν εισχωρήσει σε μια εξαθλιωμένη εργατική πολυκατοικία σοβιετικού τύπου ενώ, σε παράλληλο μοντάζ, αρχίζουμε να βλέπουμε ασπρόμαυρα πλάνα χριστουγεννιάτικων γιορτών μ’ ένα κοριτσάκι στην αγκαλιά ενός μεταμφιεσμένου Άι-Βασίλη. Στο μεταξύ η κάμερα, σταθερή στη πορεία της, ανεβαίνει την σκάλα και μπαίνουμε τελικά σ’ ένα μικρό διαμέρισμα, μέσα στη βρόμα και άνω-κάτω, όπου μια νεαρή κοπέλα, η Νέλα, ξαπλωμένη στο μισοσκόταδο, δίπλα στο ετοιμοθάνατο πατέρα της, παρακολουθεί σαν σε λήθαργο τις εικόνες της ερασιτεχνικής ταινίας για τα Χριστούγεννα της παιδικής της ηλικίας, που προβάλλονται στον τοίχο από μια οχτάρα μηχανή. Στις εικόνες αυτές με πλάνα έγχρωμα και ασπρόμαυρα, ο πατέρας της, πρώην αξιωματικός της Σεκουριτάτε, της δίνει ένα ψεύτικο πιστολάκι και αυτή πυροβολεί τους παρόντες αξιωματούχους οι οποίοι προσποιούνται ότι πέφτουν νεκροί μεσ’ το ξεφάντωμα και το γλέντι της γιορτινής ατμόσφαιρας. Εικόνες χαράς παράταιρες σε σχέση με το καταθλιπτικό σκηνικό του διαμερίσματος: λίγα λεπτά αργότερα ο καρκινοπαθής πατέρας ξεψυχάει ενώ η απελπισμένη Νέλα σε κατάσταση υστερίας, πίνοντας και καπνίζοντας ακατάπαυστα, τρελαμένη κανονικά, προσβάλλει χυδαία τον γιατρό στο τηλέφωνο, κάνει χίλια κομμάτια την συσκευή και αφού έχει βάλει φωτιά στην πόρτα για να μην την ενοχλεί η αδελφή της που ήρθε να ζητήσει ρέστα, φωτογραφίζει τον νεκρό πατέρα της με μια μηχανή πολαρόιντ και βγαίνει από το διαμέρισμα.
Στην εκπληκτική αυτή εισαγωγική σεκάνς που διαρκεί μόλις 12 λεπτά, ο Πιντιλιέ συμπυκνώνει υποδειγματικά τους στόχους και τις προθέσεις του: δείχνει μια Ρουμανία ταπεινωμένη, χαοτική και υστερική, μας βυθίζει χωρίς καθυστέρηση σ’ ένα κλίμα παροξυντικής βίας, δυστυχίας, φόβου και οδύνης, σκόπιμα σκορπάει στην αφήγησή του τα σημεία εκείνα που υποδηλώνουν την ιδιαίτερη σχέση των χαρακτήρων με το θάνατον ενώ αναπτύσσει με περίσσεια μαεστρία το γνώριμο του υφολογικό οπλοστάσιο του γκροτέσκου ρεαλισμού εναλλάσσοντας μαύρο χιούμορ με κλαυσίγελου, σκωπτικό οίστρο με παραληρηματική διάθεση, κυνικότητα με γήινη καρναβαλική έξαρση.
Στη συνέχεια της ταινίας και σε όλη την διάρκεια της ξετυλίγεται για τους δυο «αντισυστημικούς» και ατίθασους ήρωες ένα κουβάρι απίθανων ταλαιπωριών και βασανιστικών δοκιμασιών (η Νέλα πέφτει θύμα απόπειρας βιασμού, παρασύρεται από χείμαρρο σε μια καταιγίδα, εξευτελίζεται από γυναίκες στην μικρή επαρχιακή πόλη όπου πάει να διδάξει, ο Μίτικα κλείνεται στη φυλακή διότι χαστούκισε εισαγγελέα, μαζί γίνονται μάρτυρες σφαγής αθώων παιδιών από την Σεκουριτάντε, κλπ) μια σειρά αλυσιδωτών τραυματικών ηλεκτροσόκ που τους φέρνει όλο και πιο κοντά στους δαιμονισμένους ντοστογιεφσκικού τύπου ή καλλίτερα σε μυθιστορηματικά πρότυπα των «επεισοδιακών» λαϊκών αναγνωσμάτων του 19ου αιώνα α λα Ουγκώ. Απέναντι τους, ο οργισμένος αλχημιστής Πιντιλιέ παρατάσσει όλες τις εκδοχές του χάους και της απόλυτης αναρχίας και, με την ορμή της σκηνοθεσίας του, τον ξέφρενο ρυθμό της και την μακάβρια ιλαρότητα που την διαποτίζει, εξαπολύει την επιχείρηση κατεδάφισης του οικοδομήματος Τσαουσέσκου (η οποία θα ολοκληρωθεί στις μεταγενέστερες ταινίες του) παίρνοντας σβάρνα και τις αυταπάτες της μετακομμουνιστικής ρουμάνικης κοινωνίας.
Κι’ όμως στο τέλος, κάτω από την βελανιδιά, το βιβλικό δέντρο της ζωής, οι δυο εραστές θα ξαποστάσουν και, ενώ φεγγίζει κάποια ελπίδα και αφού η Λένα θάβει τις στάχτες του πατέρα της που κουβαλούσε μέσα σ’ ένα κουτί νεσκαφέ, ο Μίτικα ξεστομίζει «αν το παιδί μας είναι κανονικό, θα το στραγγαλίσω!». Αναρχική πρόκληση με μπόλικο χιούμορ που προϋποθέτει ότι ο νορμάλ άνθρωπος είναι ο ιδανικός πελάτης όλων των ουτοπιών, είναι ο πειθήνιος που εύκολα χαλιναγωγείται. Αντίθετα, φαίνεται να λέει ο Πιντιλιέ, «ο εξεγερμένος, ο προμηθεϊκός άνθρωπος» είναι ο ποθητός μελλοντικός ορίζοντας.
Συμπέρασμα : Ο Πιντιλιέ μας διηγείται την Ιστορία ως φάρσα και ως απάτη και ως φαντασίωση. Δεν στοχεύει στην αλήθεια, την συνοχή ή το μοναδικό νόημα, αντίθετα επεξεργάζεται μια πληθωρικά καρναβαλική θεώρηση που ακουμπάει στην υπερβολή, στο σκιτσάρισμα των χαρακτήρων, στις πολυεπίπεδες ερμηνείες και στην άρνηση του πραγματικού. Είναι φανερό ότι τελικά αυτό που τον ενδιαφέρει πραγματικά είναι τα αλλόκοτα ανθρώπινα πάθη και το κωμικοτραγικό των καταστάσεων που προκαλούν. Κάπου ανάμεσα στον Σαίξπηρ και την Ιταλική κωμωδία.