(Μνήμες υπανάπτυξης)
του Tomás Gutiérrez Alea
του Μισέλ Δημόπουλου
Ευχάριστη έκπληξη αυτή την εβδομάδα που ανασύρεται από τη λήθη το αριστούργημα του κουβανικού, του λατινοαμερικάνικου και του μοντέρνου κινηματογράφου γενικότερα «Μνήμες υπανάπτυξης» του Τόμας Γκουτιέρεζ Αλέα/ Tomás Gutiérrez Alea. Ξαναβλέποντάς την ταινία σήμερα μετά 50 χρόνια (γυρίστηκε το 1968) νιώθεις το ίδιο σφίξιμο στην καρδιά και την ίδια αισθητική απόλαυση όπως όταν τη πρωτοείδες και τη θαύμασες.
Βρισκόμαστε στην Αβάνα το 1962, λίγα χρόνια μετά την Καστρική Επανάσταση, την περίοδο που ξεσπάει κρίση από την εγκατάσταση των σοβιετικών πυραύλων. Ένα χρόνο πριν η εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων εξελίχτηκε σε φιάσκο και το εμπάργκο των ΗΠΑ, με φόντο το Ψυχρό Πόλεμο, είναι γεγονός. Ο Σέρχιο, ένας διανοούμενος μικροαστός και εισοδηματίας, δεν ακολούθησε τη γυναίκα του, τους γονείς του και τους φίλους του στην Αμερική. Έμεινε πίσω στη Κούβα προσπαθώντας να καταγράψει εν είδει ημερολογίου τις εντυπώσεις του από την κοσμογονική μεταλλαγή που συντελείται στη χώρα του. Χαλαρό χρονικό ενός χασομέρη που περνάει το χρόνο του σε περιπλανήσεις, κουβαλώντας τις αντιφάσεις του μέσα σε μια Αβάνα σε αναβρασμό (το έντονο κοντράστ της ασπρόμαυρης φωτογραφίας αποδίδει θαυμάσια τη άγρια ομορφιά της), υπαρξιακό σεργιάνι σε μια κοινωνικοπολιτική μετάβαση το νόημα της οποίας μοιάζει να του ξεφεύγει («Προσπαθώ να ζήσω σαν Ευρωπαίος κι’ αυτό με παραπέμπει στην υπανάπτυξη» λέει ο Σέρχιο στη ταινία), οι "Μνήμες υπανάπτυξης" είναι όλα αυτά μαζί και κάτι παραπάνω. Ο νωχελικός μποέμ Σέρχιο είναι ένας παθητικός αντιήρωας στο μεταίχμιο: αδυνατεί να συμμετάσχει στο γίγνεσθαι, όμως δεν το αρνείται. Στη διάρκεια της περιπλάνησής του τα φτιάχνει με μια λαϊκή κοπέλα την οποία θα προσπαθήσει να μυήσει στην τέχνη και την κουλτούρα. Όχι μόνο δεν θα τα καταφέρει αλλά και θα βρει τον μπελά του από τους γονείς της οι οποίοι τον σέρνουν στα δικαστήρια επειδή δήθεν την ατίμασε. Ο Εντμούντο Ντεσνόες, συγγραφέας του βιβλίου και συν-σεναριογράφος της ταινίας αναλύει τον χαρακτήρα: «Η ειρωνεία του και η εξυπνάδα του συνιστούν τον μηχανισμό άμυνας που τον εμποδίζει να νιώσει ότι τον αφορά η πραγματικότητα... Δεν αποδέχεται το ιστορικό του πεπρωμένο».
Εννοείται ότι ο Γκουτιέρεζ Αλέα απέχει παρασάγγας από κάθε μορφή δημαγωγίας και προπαγάνδας. Δεν σκιαγραφεί τον καινούριο άνθρωπο, τον ήρωα της Επανάστασης, αλλά έναν διανοούμενο ξεκρέμαστο που βιώνει ξώφαλτσα ως άτομο μια διαδικασία στην οποία ουσιαστικά δεν έχει θέση ενώ αναδεικνύει παράλληλα ο δημιουργός, με βλέμμα διεισδυτικό και ειρωνικό, το βαρίδι της ταξικής του προέλευσης ή αλλιώς το κατάλοιπο της υπανάπτυξης.
Ο Γκουτιέρεζ Αλέα είναι βαθιά επηρεασμένος από τον Γκοντάρ και το νεωτεριστικό σινεμά, βρίσκει την ωριμότητα μέσα στην απόλυτη ελευθερία της φόρμας, υφαίνει ένα ιδιοφυές μείγμα προσωπικής μυθοπλασίας, ντοκουμέντου και δοκιμιακού στοχασμού, ένα κράμα που θυμίζει Αντονιόνι, Κρις Μαρκέρ και Αλέν Ρενέ με μερικές εκτοξεύσεις προς το σοβιετικό μοντάζ. Εναλλάσσει παρόν και παρελθόν ακολουθώντας τις συνειρμικές παραστάσεις στη συνείδηση του Σέρχιο και καταγράφοντας την άμεση αλληλεπίδραση της ιδιωτικής ιστορίας και υποκειμενικής εμπειρίας με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που διαδραματίζονται γύρω του.
Σημειωτέον ότι η ταινία που καθιέρωσε την μεγάλη καλλιτεχνική αξία του Γκουτιέρεζ Αλέα γνώρισε μεγάλη επιτυχία στη Κούβα όταν πρωτοπροβλήθηκε και παίχτηκε συχνά στην κρατική τηλεόραση. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι η ψηφιακή βερσιόν που φαντάζομαι κυκλοφορεί και στη χώρα μας επανεκδόθηκε το 2016 (και προβλήθηκε σε τμήμα του Φεστιβάλ των Κανών). Η αποκατάσταση του φθαρμένου υλικού πραγματοποιήθηκε από την World Film Project, τμήμα της Film Foundation του Μάρτιν Σκορσέζε, στα εργαστήρια του Immagine Ritrovata στη Μπολόνια. Ο Αμερικανός δισεκατομμυριούχος σκηνοθέτης και παραγωγός Τζόρτζ Λούκας χρηματοδότησε την αποκατάσταση του επαναστατικού αυτού αριστουργήματος.