Οι περισσότερες ταινίες του Μάρτιν Σκορσέζε / Martin Scorsese είναι ιστορίες οικογενειών, οικογενειών που τις συνδέουν δεσμοί αίματος, εθνικού επαγγελματικού χαρακτήρα, ή δεσμοί πάθους. Λοιπόν, τι θα μπορούσε να ξαφνιάσει λιγότερο από το να είναι αυτό το ταξίδι στο αμερικάνικο σινεμά [σ.τ.ε. το ντοκιμαντε A Personal Journey with Martin Scorsese Through American Movies] , περισσότερο από οτιδήποτε, ένα “οικογενειακό άλμπουμ”, συνδεδεμένο με τις προσωπικές μνήμες του.
Εξάλλου και ο ίδιος ο Μάρτιν Σκορσέζε το επισημαίνει στην έναρξη αυτής της τηλεταινίας και συχνά επιμένει στην όχι και τόσο δυσδιάκριτη άποψη του, το ταξίδι αυτό να είναι κάτι σαν “φανταστικό μουσείο”.
Βέβαια, ο βασικός κορμός του θέματος (η ιστορία του αμερικάνικου σινεμά) θέτει με σαφήνεια τα όρια του, αλλά είναι ακριβώς αυτά τα όρια που προκαλούν το πρωταρχικό ενδιαφέρον του σκηνοθέτη για μια απόπειρα ελιγμών από ταινία σε ταινία, από το ένα είδος στο άλλο και εποχή σε εποχή, με μια συγκίνηση, την οποία φοβάται πως θα καταστρέψει, μεταδίδοντας την στους άλλους.
Τα σημάδια ενός πυρετικού ιμπρεσιονισμού στις εκτιμήσεις του και η επιμονή του σε εντυπώσεις πλήρεις ενθουσιασμού από ταινίες που είδε στην παιδική του ηλικία ή στη νεότητα του, δικαιολογούν απόλυτα, με εμβόλιμες παραθέσεις, την ύπαρξη αυτής της βιογραφίας. Έτσι, υποστηρίζονται με ισχυρά επιχειρήματα κάποιες “συμπαιγνίες’ εικόνων δίχως ειδικό βάρος.
Τελικά, όπως πάντα συνέβαινε από το “Ταξιτζή” έως το “New York, New York”, ο δημιουργός Μάρτιν Σκορσέζε αφηγείται στον εαυτό του ή επινοεί, κατά παράβαση, την προσωπική ιστορία του με μεγάλα κομμάτια από σπασμένους καθρέφτες, αντανακλώντας επ’ άπειρον την ίδια την εικόνα του.
Ήδη από τους “Κακόφημους δρόμους” ο χαρακτήρας που ερμηνεύει ο Χάρβει Καιτέλ όταν δοκίμαζε τις πιο βίαιες συγκινήσεις του, “έβλεπε” για κάποιες στιγμές αποσπάσματα από ταινίες που αγαπούσε...
Η ομορφιά του ταξιδιού του Σκορσέζε στο αμερικανικό σινεμά πηγάζει επίσης από το βασανιστικό δίλημμα ανάμεσα στην επιθυμία του να κοινοποιήσει συγκινήσεις από πληγές που δεν επουλώθηκαν επαρκώς και την ανάγκη (ή την παραγγελία;) να κάνει μια απλοποιημένη ανάλυση της κινηματογραφικής ιστορίας της πατρίδας του. Αυτό γίνεται συχνά φανερό (όπως στην περίπτωση Φορντ και Γουέιν) και τακτοποιεί κάποιες εκκρεμότητες. Είναι χρήσιμο το ταξίδι του για τον νεοφώτιστο, όμως μπορεί να αφήσει ανικανοποίητη την όρεξη, τόσο εκείνου που είναι ερωτευμένος με το σινεμά όσο και του σκεπτόμενου ιστορικού του.
Τελικά εκείνο που έχει αξία για τον Σκορσέζε είναι οι εικόνες που συλλέγει στη λαμπρή μνήμη του, μόνο για να νιώσει ότι και ο Μαρσέλ Προυστ με τις μαντλέν του, τα γλυκίσματα του. Οι ταινίες του δεν είναι παρά η πραγματοποίηση ενός παιδικού πόθου: της κατοχής των αγαπημένων ταινιών. Σήμερα, το βίντεο και ο οπτικός ψηφιακός δίσκος επιτρέπουν την πραγματοποίηση αυτού του οράματος και έτσι η αντίληψη των νέων σινεφίλ είναι τελείως διαφορετική από εκείνη που ανέπτυξε σε καιρούς στέρησης η γενιά του Σκορσέζε.
Θα έπρεπε εξάλλου κάποιος να είναι τυφλός ή όχι ιδιαίτερα έξυπνος για να μη συλλάβει το ουσιώδες του “μηνύματος”, διάστικτο σ’ αυτή την ακολουθία παραθέσεων και αποφάσεων: ο Σκορσέζε ζητά να αποδείξει ότι οι σκηνοθέτες που υπερασπίζεται κατέχουν πρωτεία στη δημιουργία και να πειστεί πως ο ρόλος του είναι συνεχίσει την εξερεύνηση αυτής της “διπλής γραφής”....
Τα αποσπάσματα των “ταινιών της ζωής του” που επιλέγει για μας και για τον εαυτό του, για να αποδώσει τιμές σε γνωστούς και αγνώστους δημιουργούς, τους εγγεγραμμένους με μια ψευδή υποταγή στο βιομηχανικό σύστημα των μεγάλων στούντιο ή τους δεξιοτέχνες του περιθωρίου, εκείνους που κάνουν κοντραμπάντο στον πολτό των B-movies, ακριβώς αυτά τα αποσπάσματα τον έκαναν αυτό που είναι: ένας σκηνοθέτης στην αναζήτηση μιας κρυφής πίστης, των εντυπώσεων της παιδικής ηλικίας και ένας άνθρωπος που τολμά να θυμηθεί εικόνες που άσκησαν την επιρροή τους στα εσώτατα μέρη της ύπαρξης του.
(αποσπάσματα από το άρθρο του Noël Simsolo, στο Le nouveau quotidien. Απόδοση από τα γαλλικά Νίκος Καλτσάς. Δημοσιεύτηκε στην εφ. Η ΕΠΟΧΗ Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 1995)