tataso3.jpg

Ο Στέλιος Τατασόπουλος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη (1908), όπου έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, μεγαλώνοντας σε μια οικογένεια με δυο ακόμη αγόρια και δυο κορίτσια. Ο πατέρας του, Δημήτρης, ήταν σοσιαλιστής και απ΄αυτόν επηρεάστηκε ο νεαρός Στέλιος και τ' αδέλφια του.
Το κινηματογραφικό του ξεκίνημα το 1928, σχεδόν, ταυτίζεται με αυτό του ελληνικού κινηματογράφου. Είναι ο πρώτος που σπούδασε τον κινηματογράφο στο εξωτερικό, ο πρώτος που είδε την τέχνη του σε σχέση με τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα. Είχε την τόλμη όχι μόνο ν' ασχοληθεί εκείνη την εποχή με τον κινηματογράφο, αλλά κυρίως να καταγγείλει με το έργο του την κοινωνική κατάσταση και να υπερασπιστεί τις πολιτικές ιδέες και τα ιδανικά του. «Εζησε την ηρωική εποχή του ελληνικού κινηματογράφου», έχει αναφέρει ο Νέστορας Μάτσας για τον Στ. Τατασόπουλο. «Τότε, που οι ταινίες γυρίζονταν με κέφι, τεχνικούς αυτοσχεδιασμούς και αγώνα... Χρειάζονταν φαντασία, αγωνιστική δύναμη και τόλμη, προπάντων τόλμη, για να πολλαπλασιαστούν σαν το βιβλικό "θαύμα" οι πέντε άρτοι και τα πέντε ψάρια...».
Σπούδασε θέατρο κοντά στους Δημήτρη Ροντήρη, Αιμίλιο Βεάκη και Δημήτρη Γιαννίδη και κινηματογράφο στη σχολή «DAG FILM» των αδελφών Γιαζιάδη. Το 1929 έφυγε για το Παρίσι, όπου σπούδασε κινηματογράφο.

tataso2.jpgΤο 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και γύρισε την ταινία «Κοινωνική σαπίλα». Η ιστορικός του ελληνικού κινηματογράφου Αγλαΐα Μητροπούλου θεώρησε την ταινία αυτή σαν το πρώτο δείγμα κοινωνικής κριτικής στον ελληνικό κινηματογράφο. Η πρεμιέρα της ταινίας ήταν επεισοδιακή. Ο αιθουσάρχης του κεντρικού κινηματογράφου «Σπλέντιτ», όπου γινόταν η προβολή, φοβήθηκε το Ιδιώνυμο του Βενιζέλου και τη ματαίωσε. Οι μπομπίνες μεταφέρθηκαν σε άλλη αίθουσα της Κοκκινιάς, ενώ οι χωροφύλακες έκαναν σωματική έρευνα στους θεατές για να τους τρομοκρατήσουν και να εξασφαλίσουν ότι δε θα υπάρξουν ταραχές και ένοπλες συμπλοκές. Μετά την επιτυχία της πρώτης προβολής, ο σκηνοθέτης άρχισε να την προβάλει σε πολλές πόλεις. Το πρωτότυπο της ταινίας, πολύ αργότερα, το έκαψαν οι χίτες.
Το 1933 ξαναγύρισε στο Παρίσι για σπουδές κινηματογραφικής σκηνοθεσίας, πήρε το δίπλωμά του το 1937 και εργαζόταν σαν τεχνικός και βοηθός σκηνοθέτη. Στο Παρίσι έμεινε ως το 1939. Ο πόλεμος τον αναγκάζει να γυρίσει στην Αθήνα. Στη διάρκεια της Κατοχής, ιδρύει το Σωματείο Καλλιτεχνών Κινηματογράφου μαζί με τους Δ. Χριστοδούλου, Γ. Φούντα, Μ. Νικολινάκο.
Το 1951, ιδρύει το Συνεταιρισμό Παραγωγής Ταινιών. Το 1952 ο Στέλιος Τατασόπουλος γύρισε τη δεύτερη νεορεαλιστική ταινία του: Τη «Μαύρη γη». Μια ταινία φιξιόν και ντοκιμαντέρ, ταυτόχρονα, σε σενάριο του συγγραφέα Νίκου Σφυρόερα, σκηνογραφίες του ηθοποιού και ζωγράφου Μιχάλη Νικολινάκου, μουσική Γιώργου Καζάζογλου, φωτογραφία Τζανή Αλιφέρη, με πρωταγωνιστές τους Γιώργο Φούντα, Φρόσω Κοκόλα, και άλλους ηθοποιούς και πολλούς ερασιτέχνες- τεχνικούς και σπουδαστές του κινηματογράφου, αλλά και αυθεντικούς «μάρτυρες» του θέματος που ιστορούσε. Η ταινία, παρά τα «πέτρινα χρόνια» πήρε το Α' Βραβείο των κριτικών κινηματογράφου και την πρώτη τιμητική διάκριση του Διεθνούς Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στα απριλιανά «πέτρινα χρόνια» (1973), ενώ τιμήθηκε και σε Διεθνές Φεστιβάλ της ΕΣΣΔ.
Η «Μαύρη γη», γυρισμένη σε 4.000 μέτρα όλο κι όλο νεγκατίφ, λόγω έλλειψης χρημάτων, περιγράφει ρεαλιστικά τις σκληρές έως εφιαλτικές συνθήκες εργασίες στα σμυριδωρυχεία της Απειράνθου Νάξου. Εργάτες του σμυριδωρυχείου και κάτοικοι του χωριού αναπαρέστησαν την άγρια εκμετάλλευσή τους στα ορυχεία και τη στερημένη ζωή τους, ενώ τα «αφεντικά» τους πλούτιζαν από την υπεραξία του μόχθου τους, αδιαφορώντας και για τη σωματική ακεραιότητά τους, ακόμα και για τη ζωή τους.
tataso1.jpg
Στο βιβλίο "Ελληνικός Κινηματογράφος", η Αγλαΐα Μητροπούλου γράφει: "Ο Στέλιος Τατασόπουλος, από τους γεμάτους ενθουσιασμό νεαρούς που μαθήτευσαν κοντά στον Δημήτρη Γαζιάδη κι έπαιξε στις ταινίες του, γυρίζει τη "Μαύρη Γη", όπου περιγράφει τη σκληρή ζωή στα σμυριδωρυχεία της Απειράνθου της Νάξου. Η ταινία είναι γυρισμένη επί τόπου με συνεργασία όλων των κατοίκων του χωριού και των σμυριδωρύχων, είναι η δεύτερη νεορεαλιστική ταινία του ελληνικού κινηματογράφου και η πρώτη που ασχολείται με τη ζωή των εργατών ορυχείων και τα προβλήματα τους. Σ' αυτό το έργο - μαρτυρία, τα κοινωνικά προβλήματα παρουσιάζονται χωρίς έμφαση και γι' αυτό είναι πιο υποβλητικά.
Παρά τις κάποιες ατέλειες της ταινίας, ο Τατασόπουλος κατάφερε ν' αποφύγει κάθε εξωραϊσμό, η φωτογραφία του Τζανή Αλιφέρη είναι άμεση, λιτή σαν το παίξιμο των ηθοποιών (οι περισσότεροι είναι ερασιτέχνες, η ηθοποιία του Γιώργου Φούντα, λαμπρή) και σαν τη διακριτική ερωτική ιστορία που βοηθάει στο παρουσίασμα της αυστηρής και σκληρής ζωής του χωριού. Η ταινία αυτή, που, αντίθετα από το "Πικρό Ψωμί", προγραμματίστηκε σε τρεις από τις καλύτερες αίθουσες της Αθήνας ("Ρεξ" - "Πάνθεον" - "Αστυ"), είχε την ατυχία να πέσει στην εβδομάδα των εκλογών και παρά τον ομόφωνο έπαινο της κριτικής δεν είχε εμπορική επιτυχία που θα βοηθούσε τους αυτοσχέδιους παραγωγούς της να συνεχίσουν την καλλιτεχνική τους δραστηριότητα. (...) Ο Τατασόπουλος, έπειτα από μια δεύτερη προσπάθεια το 1954, πάλι με τη συνεργασία του Νίκου Σφυρόερα, γυρίζει το "Νησί των ανέμων", εμπνευσμένο από τη μοναξιά των γυναικών των ναυτικών, θα στραφεί στον εμπορικό κινηματογράφο και θα γυρίσει πολλές ταινίες".

«Ο κινηματογράφος είναι κίνηση, εναλλαγή εικόνων, ανθρωπιά και όχι υποθέσεις βίας και αρρωστημένης φαντασίας», έλεγε ο Στ. Τατασόπουλος, σε συνέντευξή του στο «Ριζοσπάστη» (12/'92).. Αργότερα, σε άλλη συνέντευξή του, επίσης στο «Ρ» (4/'97), τόνιζε πως «δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε παλιό και νέο κινηματογράφο. Μόνο ανάμεσα σε καλές και κακές ταινίες. Μπορεί μια ταινία να φαίνεται νέα, όμως πολλές φορές κάθε άλλο παρά κινηματογράφος είναι. Πρέπει να υπάρχει σενάριο, θέματα ζωντανά, που να ενδιαφέρουν τον κόσμο. Κάθε στιγμή αντιμετωπίζουμε καταστάσεις κοινωνικές πολύ άσχημες. Πρέπει να μιλήσουμε για την κοινωνία, να καλυτερέψουμε τη ζωή των ανθρώπων».

(πηγή άρθρα της εφημερίδας ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ φ. 15 Ιούλη 2000, 21 Σεπτέμβρη 2000  και 19 Γενάρη 1997)