b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_blair-witch-project.jpg

Στο τεύχος του Δεκεμβρίου του 1999, ένα κινηματογραφικό περιοδικό παρουσίασε την ταινία Blair Witch Project μ' ένα άκρως πρωτότυπο τρόπο: οργάνωσε ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν ένα εκτενές κείμενο που αναπαρήγαγε όλη την μυθολογία της ταινίας. Αναφερόταν στον μύθο, στην ιστορία (πριν και μετά τα συμβάντα που παρουσιάζει η αφήγηση), στα πρόσωπά της -και όχι στην ίδια την ταινία ως ταινία. Ανέπτυσσε το κείμενο την μυθολογία της, την σχολίαζε μ' ένα βλέμμα κάθε άλλο από κριτικό και τέλος παρουσίαζε τα τεκταινόμενα σ' αυτήν ως γεγονότα που συνέβησαν στα αλήθεια στην πραγματικότητα. Το αφιέρωμα συνοδευόταν από μια βιντεοκασέτα στην οποία υπήρχε ένα μικρό ντοκιμαντέρ που ενίσχυε οπτικά την κύρια γραμμή του αφιερώματος. Αν σκεφθεί κάποιος τον τρόπο που η ίδια ταινία προωθήθηκε στην Αμερική, αλλά και την ίδια την φόρμα της ταινίας (ένα ψευδό-ντοκιμαντέρ), τότε ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκε από το περιοδικό δεν διαφέρει πολύ και από τα διαφημιστικά φυλλάδια που κατά κόρον εκδίδουν οι εταιρείες διανομής.
Ας μην αναζητήσουμε κακές προθέσεις στην οργάνωση αυτού του αφιερώματος: οι υπεύθυνοι του περιοδικού αναπαράγοντας άκριτα την μυθολογία της ταινίας ήθελαν να υποκλέψουν κάτι από την απόλαυση που αυτή η ταινία, διάμεσου του μύθου της, παρήγαγε(;).
Αυτό όμως που δεν έλαβαν υπ' όψιν τους -και ήταν αυτό που δημιούργησε όλα τις ατυχείς συνδηλώσεις- είναι το γεγονός ότι ο γραπτός λόγος (κριτικός ή δημοσιογραφικός) δημοσιευμένος στις εφημερίδες ή στα περιοδικά, υποτίθεται ότι καταγράφει (ή σχολιάζει) την πραγματικότητα: δηλαδή διεκδικεί κατά τεκμήριο την αλήθεια (ή τουλάχιστον την προσωπική αλήθεια του γράφοντος). Ένας αναγνώστης αντιμετωπίζει τον κριτικό ή δημοσιογραφικό λόγο ως έναν λόγο που συνδέεται με το πραγματικό (την ταινία ή τις συνθήκες παραγωγής). Ελέγχει αυτόν τον λόγο ως προς την εγκυρότητα του και την ακρίβεια της περιγραφής, απαιτεί απ' αυτόν να βρίσκεται όσο το δυνατόν κοντύτερα στην αλήθεια (1). Όταν λοιπόν η ταινία είναι ένα ψευδό-ντοκιμαντέρ και ο λόγος (δημοσιογραφικός ή κριτικός) αναπαράγει άκριτα και χωρίς σχολιασμό την πραγματικότητά της, τότε βρίσκεται έκθετος μπροστά στο βλέμμα του αναγνώστη -θεατή: αναπαράγει και υιοθετεί το ψεύδος της και κατά συνέπεια γίνεται ένας λόγος "δημοσιογραφικά" μυθοπλαστικός. Δεν κρίνεται πλέον ως ένας λόγος που διεκδικεί -μάταια ίσως- την αυτονομία του, αλλά ως ένας λόγος εξαρτημένος και στενά δεσμευμένος με το αντικείμενο του. Αρκεί λοιπόν ο θεατής να συνειδητοποιήσει ότι η ταινία ντοκιμαντέρ κυριαρχείται από το ψεύδος, για να ακυρωθεί και αυτός "δημοσιογραφικά" μυθοπλαστικός λόγος. Επιπλέον αν λάβουμε υπ' όψιν μας το αμφιλεγόμενο "καλλιτεχνικό αποτέλεσμα" (η ταινία αντιμετωπίστηκε με άκρα επιφυλακτικότητα τόσο από τους θεατές όσο και από τους κριτικούς) τότε όλη η κίνηση υπήρξε μάλλον ατυχής: οι σελίδες αυτές υπήρξαν άλλο ένα γρανάζι στον μηχανισμό μάρκετινγκ της ταινίας.
Όμως αυτή η περίπτωση δεν είναι η μοναδική, ούτε, πολύ περισσότερο, περιορίζεται στο συγκεκριμένο περιοδικό. Με την πρόφαση ενός λόγου που οφείλει να είναι διασκεδαστικός και ανάλαφρος, αλλά ταυτόχρονα και δημοσιογραφικός και κριτικός (δηλαδή να πληροφορήσει και να αξιολογήσει), έχει δημιουργηθεί την τελευταία δεκαετία ένα ύφος γραπτού και προφορικού λόγου, ο οποίος κυριαρχείται από στοιχεία μυθοπλασίας. Εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνο και τηλεόραση είναι ο χώρος στον οποίο αυτός ο λόγος αναπτύσσεται. Ο στόχος του; Πέρα από μια ατελέσφορη στην κατάληξή της απόπειρα να αναπαραχθεί η κινηματογραφική απόλαυση, ο απώτερος στόχος είναι να υποκλέψει ο λόγος κάτι από την λάμψη και το θάμβος των κινηματογραφικών εικόνων. Έτσι οι λαμπερές φωτογραφίες που πλαισιώνουν το κείμενο δεν είναι απλώς και μόνο το συμπλήρωμα του λόγου -ορίζουν το πλαίσιο, δίνουν τον τόνο. Με κέντρο τον ηθοποιό -σταρ (ή στην καλύτερη περίπτωση τον σκηνοθέτη -σταρ), ο λόγος αυτός ασχολείται με τις υποθέσεις των ταινιών και την περιρρέουσα μυθολογία τους, με την προσωπική ζωή των σταρ και τέλος με τις λαμπερές τελετές βράβευσης (2). Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, η συνέντευξη με τον/ την σταρ καθίσταται κομβική: περιγράφει μια μοναδική στιγμή, όπου ο συγγραφέας του κειμένου, και κατ' επέκταση το alter ego του, δηλαδή ο αναγνώστης, βρίσκεται αντιμέτωπος με το αντικείμενο του πόθου του (3). Σ' αυτήν την μορφή λόγου ο αναγνώστης έχει μετατραπεί σε θεατή.
Αυτός ο λόγος έχει απεμπολήσει πολλά πριν καταλήξει στην μυθοπλασία. Δεν κρίνει -αποδέχεται ως την μόνη αλήθεια την μυθολογία της ταινίας. Δεν ερευνά -αναπαράγει την κυρίαρχο λόγο. Δεν αναζητά το αληθινό πρόσωπο -αρκείται στις μάσκες και στους ρόλους. (Έτσι μια ταινία όπως η Eyes Wide Close κρίνεται υπό το φως της προσωπικής ζωής των δύο πρωταγωνιστών της). Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που ο κριτικός λόγος που εκφέρεται στις εφημερίδες και τα περιοδικά περιορίζεται στην παράθεση των υποθέσεων και στην απόδοση χαρακτηρισμών. Ακόμα και αν η άποψη για την ταινία είναι αρνητική, η έκταση του κριτικού κειμένου, αλλά και η θέση του μέσα στο έντυπο τον οδηγεί στην περιθωριοποίηση. Επιπλέον το πλήθος και ο όγκος των πληροφοριακών -μυθοπλαστικών κειμένων αλλά και η γραφίστικη παρουσίαση οδηγούν τον κριτικό λόγο στην υποβάθμιση και εν τέλει στην πλήρη ανυποληψία. Στο τέλος αυτοακυρώνεται ως κριτικός λόγος, υποκλινόμενος την παντοδυναμία του θεάματος και του μύθου.
Όμως μια ακόμα παρατήρηση μπορεί να γίνει γι' αυτήν την μυθοπλαστική κινηματογραφική "δημοσιογραφία": όλα αυτά τα στοιχεία μυθοπλασίας που υπάρχουν σ' αυτά τα κείμενα δεν επινοούνται από τον γράφοντα -αυτός βρίσκεται στον ρόλο ενός αντιγραφέα. Δεν μπορούμε σ' αυτά τα κείμενα να αναγνωρίσουμε ένα δημιουργό -μυθοπλάστη, που αναπλάθει ή δημιουργεί τον δικό του μύθο (κάτι που στο παρελθόν έχει κάνει ο Πέτερ Χάντκε για τα γουέστερν). Ο "δημοσιογράφος" αντιγράφει απλώς την λάμψη των εικόνων. Και όπως όλοι γνωρίζουμε κάθε αντίγραφο είναι πάντα κατώτερο του προτύπου. Ετερόφωτος λόγος ο περί τον κινηματογράφο λόγος έχει ένα θύμα: τον συγγραφέα του κειμένου. Ζώντας στην εικονική πραγματικότητα της ταινίας ο συγγραφέας του κειμένου συνθλίβεται από το θέαμα. Το πρόσωπο του, το ίχνος της γραφής του απουσιάζει, βρίσκεται απλώς στην θέση ενός καθρέφτη: αντανακλά την λάμψη, δεν την εκπέμπει.

Δημήτρης Μπάμπας

1   Εξ' ου και συνήθεις διαφωνίες που συνοδεύουν κάθε κριτικό κείμενο: ο αναγνώστης διαβάζει μια άλλη εκδοχή της ταινίας διαφορετική από την δική του και γι' αυτό μη αληθή. Εγκαλεί την κριτική ότι δεν λεει την αλήθεια για την ταινία.
2  Ο τρόπος που καλύφθηκαν δημοσιογραφικά τα βραβεία Όσκαρ του 2001 είναι δείγμα ενός μη ελεγχόμενου δημοσιογραφικού αμόκ: η υπερβολή περισσεύει, η νηφαλιότητα απουσιάζει.
3  Μπορούμε να διακρίνουμε σ' αυτά τα κείμενα- συνεντεύξεις μια έκπτωση: ο περιορισμένος χρόνος μιας αποκλειστικής συνέντευξης, το περιβάλλον των συνεντεύξεων τύπου ή των ομαδικών συνεντεύξεων ελάχιστα προσφέρονται για κάποια αληθινή συζήτηση. Έτσι αυτά τα κείμενα βρίθουν κοινοτυπιών, ενώ ένας προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να διακρίνει τις πανομοιότυπες απαντήσεις που δίνονται από τους ερωτώμενους, ακόμα και για διαφορετικές ταινίες. Αυτό που είναι σημαντικό είναι η καταγραφή μίας συνάντησης ανάμεσα στον δημοσιογράφο και τον σταρ. Εδώ οι περιγραφές για την εμφάνιση του/ της σταρ καταλήγουν πολλές φορές στην γελοιότητα.