(στα πλαίσια του 49oυ Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)
turk2.jpg

της Καλλιόπης Πουτούρογλου
[Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]

Την εξέλιξη της σύγχρονης τουρκικής κινηματογραφίας είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν όσοι παρευρέθηκαν στην ανοιχτή συζήτηση που διοργάνωσε το τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια», την Παρασκευή 21-11-2008 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές. Στη συζήτηση, που συντόνισε ο διευθυντής του προγράμματος Δημήτρης Κερκινός, πήραν μέρος ο σκηνοθέτης Ντερβίς Zαΐμ (Dervis Zaim), o διανομέας τουρκικών ταινιών στην Ελλάδα Ζήνος Παναγιωτίδης, και οι κριτικοί Αλίν Τασιγιάν (Alin Tasciyan), Νετσάτι Σομνέζ (Necati Somnez) και Νίνος Φενέκ Μικελίδης. Στο ακροατήριο μπορούσε να διακρίνει κανείς και κάποιους Τούρκους ηθοποιούς, όπως την Basak Koklukaya, πρωταγωνίστρια της τελευταίας ταινίας του Σεμίχ Καπλάνογλου Γάλα γνωστή στο ελληνικό κοινό από την Πολίτικη κουζίνα αλλά και σκηνοθέτες όπως η Γεσίμ Ουστάογλου (Το κουτί της Πανδώρα/ Pandora’s box).
Ανοίγοντας τη συζήτηση ο Ντερβίς Zαΐμ αναφέρθηκε στην καινούργια ενέργεια που ξεπήδησε από το χώρο του τουρκικού κινηματογράφου στα μέσα της δεκαετίας του ΄90. Η ενέργεια αυτή οδήγησε στην αναγέννηση του εμπορικού αλλά κυρίως στην άνθιση ενός διαφορετικού «εναλλακτικού» σινεμά, αναδεικνύοντας μια νέα γενιά σκηνοθετών, όπως αυτών της Γεσίμ Ουστάογλου, του Ρεχά Ερντέμ, του Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν και άλλων. Χωρίς καμιά κρατική επιχορήγηση αλλά και χωρίς την υποστήριξη της εγχώριας αγοράς ή την ενίσχυση από ιδιωτικούς φορείς οι πρώτοι αυτοί δημιουργοί κατάφεραν να ξεπεράσουν τα σύνορα της χώρας τους και να θέσουν τις βάσεις για μια πραγματική αναγέννηση στο χώρο του κινηματογράφου. Παρόλα αυτά,αν και η κατάσταση άλλαξε κάπως μετά το 2000, η οικονομική ενίσχυση παραμένει πενιχρή, ενώ και η τουρκική κινηματογραφική βιομηχανία δε στηρίζει το σινεμά του δημιουργού. Τέλος η έλλειψη συμπαραγωγών συνιστά ένα επιπλέον οικονομικό πρόβλημα.
turk1.jpgΣτην έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στο σύγχρονο ελληνικό και τον τουρκικό κινηματογράφο επικεντρώθηκε η αναφορά του Ζήνου Παναγιωτίδη, ο οποίος στάθηκε ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στους Έλληνες σκηνοθέτες. Κι επεσήμανε ενδεικτικά το γεγονός ότι ενώ ο κινηματογράφος της γείτονος χώρας κάνει έντονη την παρουσία του στα διεθνή φεστιβάλ, ο ελληνικός παραμένει χαρακτηριστικά απών. Δεν παρέλειψε βέβαια κι αυτός με τη σειρά του να αναφερθεί στα προβλήματα που αντιμετώπιζε ανέκαθεν ο τουρκικός κινηματογράφος, όπως αυτά της έλλειψης κρατικών επιχορηγήσεων και παιδείας αλλά και της έντονης παρουσίας της λογοκρισίας , τονίζοντας το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις ταινίες αυτές έχουν μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία εκτός Τουρκίας. Τέλος έκανε μια αρκετά ενδιαφέρουσα αναδρομή στην πορεία της τουρκικής κινηματογραφικής παρουσίας στην Ελλάδα ξεκινώντας από τις εμπορικές ταινίες της δεκαετίας του ΄70 , προχωρώντας στις πολιτικές της δεκαετίας του ΄80 με κύριο εκπρόσωπο τον Γκιλμάζ Γκιουνέι και καταλήγοντας στη νέα γενιά κινηματογραφιστών, όπως της Ουστάογλου, του Τσεϊλάν και του Φατίχ Ακίν.
Με τη σειρά του ο Νίνος Φενέκ Μιχαηλίδης πρόσθεσε ότι το στίγμα της αλλαγής έδωσε ουσιαστικά ο Γκιουνέι με τον πολιτικό του κινηματογράφο, ενώ στη συνέχεια άρχισαν να θίγονται και προβλήματα κοινωνικά. Κι ενώ από το 1994 ξεκινά μια νέα πορεία στο τουρκικό σινεμά τα χαρακτηριστικά της γίνονται εντονότερα από το 2000 και μετά. Η ανάδειξη υπαρξιακών προβλημάτων κι ένα κινηματογραφικό στιλ που πλησιάζει τον Bresson, αλλά και δείγματα που θυμίζουν ανεξάρτητο αμερικανικό κινηματογράφο είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά αυτά. Με μεγαλύτερη ελευθερία και τόλμη οι Τούρκοι σκηνοθέτες αναζητούν τα θέματά τους σε ιστορίες απλών ανθρώπων χωρίς να εγκαταλείπουν και την πολιτική διάσταση.
H Αλίν Τασιγιάν στην πολύ ζωντανή και ενδιαφέρουσα τοποθέτησή της,αφού έκανε μια εισαγωγή σχετική με τους όρους της γενιάς και της εθνικής ταυτότητας στον κινηματογράφο, παρουσίασε αναλυτικά τον τρόπο με τον οποίο ξεπήδησαν οι νέες αυτές δυνάμεις. «Όλα ξεκίνησαν από τις ατομικές προσπάθειες κάποιων μενονωμένων δημιουργών και εξελίχθηκαν σε μια κίνηση που χαρακτηρίζεται από τη συνεργασία και την αλληλοϋποστήριξη», τόνισε η κριτικός. Και συνέχισε «Με το πραξικόπημα του '86 η κινηματογραφική παραγωγή σταμάτησε, όλοι έλεγαν ότι το τούρκικο σινεμά είχε πεθάνει. Η γενιά της δεκαετίας του '90 αντέδρασε στην ιδέα αυτή και έδειξε ότι ακόμη και με λίγα χρήματα υπάρχει τρόπος να εκφραστείς. Λειτούργησαν σαν αυτόνομοι, αντάρτες μαχητές που τα έβαλαν με τη λογοκρισία και πήγαν ενάντια στο ρεύμα και τις εμπορικές προτιμήσεις του κοινού. Ξαφνικά, στα μέσα της δεκαετίας του '90, δημιουργήθηκε στην Τουρκία μία κινηματογραφική ατμόσφαιρα, οι ταινίες γίνονταν όλο και καλύτερες και τώρα ο κάθε σκηνοθέτης έχει τη δικιά του γλώσσα». Για να προσθέσει στη συνέχεια και το γεγονός ότι οι καλλιτέχνες που εργάζονται στο συγκεκριμένο χώρο παραμένουν λίγες εκατοντάδες, ενώ πολλοί από αυτούς προσφέρουν εθελοντικά την τέχνη τους χωρίς να αμείβονται. Υπάρχει μια ετερογένεια και μια ποικιλία στη γενιά που εμφανίζεται από τα μέσα της δεκαετίας του ΄90 αλλά κυρίως στη νεότερη των τελευταίων χρόνων. Εξάλλου σκηνοθέτες όπως ο Καράμπεϊ τολμούν να καταπιαστούν και με θέματα ταμπού για την τουρκική κοινωνία, όπως αυτό του έρωτα μιας Τουρκάλας με έναν Κούρδο στην ταινία Είσαι ο Μάρλον μου κι ο Μπράντο μου.
Ο Νετσάτι Σομνέζ τέλος συνόψισε τα χαρακτηριστικά αυτής της νέας πιο δυναμικής γενιάς, σχολιάζοντας και το γεγονός ότι οι συνθήκες είναι πιο ευνοϊκές γι αυτούς. Δεν φλερτάρουν παρόλα αυτά με το εμπορικό σινεμά, πάνε συχνά ενάντια στο ρεύμα και παλεύουν ακόμα με τη λογοκρισία, αν και τυπικά ισχύει η ελευθερία του λόγου. Ο πειρασμός να μιμηθούν κάποιους αναγνωρισμένους σκηνοθέτες είναι βέβαια υπαρκτός, οι περισσότεροι ωστόσο συνδυάζουν με ένα μοναδικό τρόπο τον πολιτικό με τον ποιητικό στοχασμό.
Τις εισηγήσεις των ομιλητών ακολούθησε ανοιχτή συζήτηση με το κοινό η οποία και έκλεισε με την επισήμανση της Αλίν Τασιγιάν ότι το μεγαλύτερο Σχολείο για τους νέους Τούρκους σκηνοθέτες αποτελεί το Διεθνές τους Φεστιβάλ στην Κωνσταντινούπολη.