(Κάποιες ταινίες... Κάποιες εικόνες...)
της Καλλιόπης Πουτούρογλου
[Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]
Women without men, Shirin Neshat
Τεχεράνη, καλοκαίρι του 1953. Από το ραδιόφωνο ανακοινώνεται το αμερικανοκίνητο πραξικόπημα που θα ρίξει τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Mohammad Mossadegh και θα επαναφέρει το Σάχη στην εξουσία. Μέσα σε αυτό το πολιτικό σκηνικό ξετυλίγεται η πρώτη ταινία μυθοπλασίας της Ιρανής εικαστικού Shirin Neshat, αναγνωρισμένης διεθνώς για το φωτογραφικό της έργο και τις βιντεοεγκαταστάσεις της.
H ταινία, αφιερωμένη στη μνήμη όσων έχασαν τη ζωή τους στον αγώνα για ελευθερία και δημοκρατία στο Ιράν, κλείνει μέσα σε μια καθαρά ποιητική φόρμα τη δύναμη ενός πολιτικού μανιφέστου. Εμπνευσμένη από το ομώνυμο μυθιστόρημα της Shahrnush Parsipur η εγκατεστημένη στην Αμερική Ιρανή καλλιτέχνις ξεκίνησε ήδη από το 2003 τη δημιουργία ενός video/film project, το οποίο τελικά θα περιλάμβανε πέντε βιντεοεγκαταστάσεις - πορτρέτα των ηρωίδων του βιβλίου. Mέσα από αυτόν τον κύκλο έργων – τα οποία εκτέθηκαν στο ΕΜΣΤ της Αθήνας τον περασμένο Μάιο- γεννήθηκε και η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Neshat. Σ’ αυτήν συναντάμε τις τέσσερις από τις πέντε ηρωίδες του μυθιστορήματος ως κινηματογραφικούς πλέον χαρακτήρες, αν και οι δυο από αυτές( η Munis και η Zarin/ η επαναστάτρια και η πόρνη) αποδίδονται σε μια γλώσσα περισσότερο εικαστική παρά κινηματογραφική. Ο θεματικός πυρήνας της ιστορίας παραμένει ανέγγιχτος. Όλες οι γυναίκες, από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις η κάθε μία, δραπετεύουν από έναν κόσμο που τις καταπιέζει και διεκδικούν την ανεξαρτησία τους, μέσα από τη δράση ή την αυτοεξορία σε ένα χώρο φανταστικό. Κοινός τόπος συνάντησής τους είναι ένας κήπος, ένα είδος χαμένου παραδείσου, άχρονου, που τις μεταμορφώνει και τις προστατεύει από τον έξω κόσμο. Όχι όμως για πολύ. Η Neshat διατηρεί πολλά από τα συμβολικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το εικαστικό της έργο: το τσαντόρ, τη μαγική δύναμη της φύσης, την εναλλαγή ρεαλιστικού-υπερρεαλιστικού. Αλλά και ιδεολογικά στοιχεία, όπως την αντιπαράθεση κοινωνίας-ατόμου και τη σύγκρουση με την εξουσία. Επιπλέον η ασπρόμαυρη φωτογραφία στις σκηνές που διαδραματίζονται στην κλειστή πόλη σε αντίθεση με τα έγχρωμα πλάνα του ανοιχτού φυσικού τοπίου κάνει πιο έντονη την αντιπαράθεση εσωτερικού-εξωτερικού, συγχρονικού-διαχρονικού. Εκτός από τις εικόνες η φωνή του αφηγητή, που διατρέχει την ταινία, συμβάλλει κι αυτή στο να μεταφέρει την αίσθηση ενός οπτικού ποιήματος. Άλλοτε αιθέριου κι άλλοτε τρομαχτικά εφιαλτικού. Η ταινία, που κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο πρόσφατο φεστιβάλ Βενετίας, αμφιταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα στην ελπίδα και τη διάψευση, την ελευθερία και τον πόνο. Απομένει στο θεατή να επιλέξει τι υπερισχύει τελικά.
Lourdes, Jessica Hausner
Ένα προσκύνημα στη Λούρδη, καλά οργανωμένο, όπως όλα. Αδελφές εθελόντριες του τάγματος της Μάλτας, νεαροί αξιωματικοί, απλοί προσκυνητές αλλά κυρίως βασανισμένοι σωματικά ή ψυχικά άνθρωποι, όλοι κάτω από την επίβλεψη μιας επόπτριας προϊσταμένης. Κι ανάμεσά τους μια νέα γυναίκα, καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι, που βλέπει τη ζωή να την προσπερνάει. Όλοι προσβλέπουν σε ένα θαύμα που θα αλλάξει τη ζωή τους, θα της δώσει νόημα, θα την ολοκληρώσει. Όταν το θαύμα αυτό πραγματοποιείται, το ιεραρχικό σύστημα θεϊκής δικαιοσύνης καταρρέει, εντείνοντας την αγωνία και την ανασφάλεια της θνητής ανθρώπινης ύπαρξης.
Η ταινία «Lourdes» της Αυστριακής Jessica Hausner συνιστά, σαν μια με ακρίβεια σκηνοθετημένη χορογραφία με καθορισμένους ρόλους, την αναπαράσταση μιας παραβολής, ενός συμβολικού παραμυθιού. Αρχετυπικοί χαρακτήρες κινούνται ελεγχόμενα μέσα σε αυστηρά καθορισμένα κάδρα, ενώ εξαιρετικής ακρίβειας εικόνες δημιουργούν μια ατμόσφαιρα υπερκόσμιου μυστηρίου. Το καυστικό χιούμορ όμως και η ειρωνική ματιά διατρέχουν την ταινία τονίζοντας την ανθρώπινη πλευρά. Εξάλλου το πολυαναμενόμενο θαύμα τελικά απομυθοποιείται, αφού εκτός από παράδοξο εμφανίζεται και ως τυχαίο, ίσως και προσωρινό. Η ταινία, η οποία στο πρόσφατο φεστιβάλ της Βενετίας βραβεύτηκε με το βραβείο Fipresci, θέτει μια σειρά από ερωτήματα για το εφικτό της ευτυχίας και την ελευθερία να καθορίζουμε τη ζωή μας, των οποίων η απάντηση μένει ανοιχτή, όπως εξάλλου και το τέλος της.
No one knows about persian cats, Bahman Ghobadi
Γυρισμένη με ψηφιακή κάμερα στο χέρι μέσα σε δεκαεφτά μόνο μέρες, η τελευταία ταινία του Bahman Ghobadi είναι μια θυελλώδης περιπλάνηση στα υπόγεια και τις ταράτσες της σύγχρονης Τεχεράνης, εκεί όπου κινείται η παράνομη ροκ σκηνή της πόλης. Η ασφυκτική και αυταρχική ισλαμική κοινωνία του σύγχρονου Ιράν ζωντανεύει με τον καλύτερο τρόπο σε αυτή την ντοκιμαντερίστικη ταινία αποκαλύπτοντας μια λιγότερο γνωστή πραγματικότητα για την πατρίδα του σκηνοθέτη. Η κάμερα ακολουθεί με φρενήρεις ρυθμούς ένα ζευγάρι νεαρών μουσικών στην προσπάθειά τους να σχηματίσουν συγκρότημα και να εξασφαλίσουν τα πολυπόθητα έγγραφα για την έξοδό τους από τη χώρα. Το όνειρό τους να εκφραστούν ελεύθερα προσκρούει συνεχώς σε απαγορεύσεις και εμπόδια τα οποία δίνονται με έντονα κωμικό τρόπο, αλλά τελικά έχουν τραγική κατάληξη. Η παράλογη γραφειοκρατία ενός βαθιά διεφθαρμένου συστήματος,-που εκτός των άλλων απαγορεύει ακόμα και τα κατοικίδια-, η στενομυαλιά του κοινωνικού περίγυρου, κυρίως όμως οι διαρκείς έλεγχοι και οι συλλήψεις ωθούν τα πιο δυναμικά μουσικά σχήματα στο περιθώριο και την παρανομία. Η ταινία έχοντας χαλαρή αφηγηματική γραμμή αποτελεί στην ουσία ένα οδοιπορικό στις μουσικές σκηνές της Τεχεράνης, οι οποίες κινούνται από την ανεξάρτητη ροκ και τη μέταλ ως την ραπ και την μπλουζ- τζαζ και που εκφράζονται λιγότερο με αγγλικούς και περισσότερο με περσικούς στίχους. Παράλληλα μέσα από γρήγορα βίντεο κλιπ προβάλλει εικόνες μιας μεγαλούπολης που βουλιάζει στη φτώχεια και τη μόλυνση, πνίγεται από την κρατική καταστολή, αλλά και κρύβει ένα έντονα επαναστατικό νεανικό στοιχείο.
Au voleur (A real life), Sarah Leonor
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Sarah Leonor θα μπορούσε να είναι ένα «φωτεινό φιλμ νουάρ», σύμφωνα με δήλωση της ίδιας. Η συνάντηση ενός κλέφτη και μιας νεαρής καθηγήτριας, η ερωτική τους έλξη, η καταδίωξή τους από την αστυνομία. Μόνο που το «Αu voleur» δύσκολα μπορεί να ενταχθεί σε κάποιο κινηματογραφικό είδος γιατί αλλάζει συνεχώς. Οι ήρωές του φαινομενικά προέρχονται από διαφορετικούς κόσμους, αλλά κατά βάθος μοιάζουν. Ο άντρας έχει εκπαιδευτεί στο να γίνεται αόρατος. Μιλάει ελάχιστα. Κουβαλάει μια κούραση και μια αδιαφορία, αφού η ζωή δεν του επιφυλάσσει εκπλήξεις παρά μόνο την απλή ανάγκη της επιβίωσης. Η γυναίκα ασφυκτιά, όπως ο πάνθηρας στο κλουβί του στο ποίημα του Ρίλκε, το οποίο απαγγέλλει στους μαθητές της στην αρχή της ταινίας. Ώσπου γίνεται κάτι που αλλάζει την τροπή αλλά και το ύφος της ταινίας. Το ζευγάρι ακολουθεί τη ροή ενός ποταμού και τους ήχους παράξενων μουσικών που θα το οδηγήσουν στην καρδιά ενός δάσους, στον πυρήνα της πραγματικής ζωής. Εκεί θα βρουν καταφύγιο από όσα τους καταδιώκουν ή θέλουν να κρατήσουν μακριά τους, σε έναν τόπο πρωτόγονο, όπου ο χρόνος και η πραγματικότητα έχουν εξαφανιστεί. Ο εξαιρετικός Guillaume Depardieu στον τελευταίο του πρωταγωνιστικό ρόλο επιβεβαιώνει με τη φυσική του παρουσία και κυρίως με τον τραγικό επίλογο την ουσία της πραγματικής του ζωής.