Κάθε επέτειος σημαδεύει το τέλος ενός κύκλου. Κάθε επέτειος προσφέρει είτε την ευκαιρία για μια λαμπερή γιορτή, είτε την αφορμή για αναπόληση, στοχασμό, απολογισμό. Μπροστά σ’ αυτά τα δύο ενδεχόμενα η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κινηματογραφικός παραγωγός και καθηγήτρια πανεπιστημίου Δέσποινα Μουζάκη, επέλεξε τους ανάλαφρους τόνους των εορτασμών. Απέφυγε την ενδοσκόπηση, τους προβληματισμούς, τα ερωτήματα –π.χ. πως λειτούργησε το Φεστιβάλ μέσα στο τοπίο της ελληνικής πραγματικότητας; πως εξελίχθηκε η σχέση του με το ελληνικό σινεμά; ποιο κριτικό λόγο πρότεινε; ποια ήταν η λειτουργία του ως πύλη εισόδου ενός άλλου σινεμά;– και αντίθετα εστίασε στη χαρούμενη όψη των γεγονότων. Οι βραβεύσεις (συνοδευόμενες πάντα βέβαια από την απαραίτητη φωτογράφηση) σε πρόσωπα που συνόδεψαν την πορεία του Φεστιβάλ –μεταξύ των οποίων και η ΠΕΚΚ– έδωσαν τον τόνο, ενώ το ξενόγλωσσο διαφημιστικό σλόγκαν της διοργάνωσης «Why Cinema Now?” λειτούργησε ως ένα αναγκαίο άλλοθι για την απουσία συζήτησης και διαλόγου (ακαδημαϊκού ή μη).
Ωστόσο κάτι σκίασε τη γιορταστική πρόσοψη του Φεστιβάλ. Η απουσία του ελληνικού σινεμά τραυμάτισε καίρια την 50η διοργάνωση και βύθισε τους εορτασμούς στην πυκνή ομίχλη της ελληνικής πραγματικότητας. Δυσθυμία και μελαγχολία: αυτά ήταν τα συναισθήματα που κυριάρχησαν. Συνοψίζοντας τις εντυπώσεις του ένας παλιός γνώριμος του Φεστιβάλ, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος (πρόεδρος της κριτικής επιτροπής) δηλώνει: ”Πιστεύω ότι είναι μια μικρή, παροδική κάμψη και ότι το Φεστιβάλ θα μπορέσει να ξαναβρεί το ρυθμό του, τον βηματισμό του και τη σχέση του με τον παγκόσμιο κινηματογράφο, στα επόμενα χρόνια.” (εφημερίδα ΠΡΩΤΟ ΠΛΑΝΟ, Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009, Αρ. φύλλου 247)
Επιπλέον, τελώντας υπό τη δυναστική κυριαρχία ενός πνεύματος μεταμοντέρνου, το φεστιβάλ αρνήθηκε τον ρόλο του ως ένα φόρουμ καλλιτεχνικών αναζητήσεων. Η αντίληψη για ένα φεστιβάλ–«γιορτή», πέραν του ότι εξόρισε τις ελληνικές ταινίες, υποβάθμισε παράλληλα και τον περί των εικόνων (και όχι μόνο) κριτικό στοχασμό. Συμμετέχοντας ο θεατής στη «λαμπερή γιορτή του σινεμά» περιπλανιέται στα διάφορα κινηματογραφικά τοπία -Φιλιππίνες, Ιαπωνία- εν είδει τουρίστα, μέλος τουριστικού γκρουπ. Το φεστιβάλ γίνεται μια έκθεση (κινηματογραφικών) παραδοξοτήτων και οι θεατές υποβιβάζονται στην θέση περιηγητών και επισκεπτών, τουρίστες σ’ ένα “εξωτικό” κινηματογραφικό τοπίο. Απόντος ενός βλέμματος παθιασμένου για σινεμά, το φεστιβάλ παρουσιάζει πέραν όλων των άλλων, το σοβαρότερο έλλειμμά του: η μακρά απουσία της κινηματογραφοφιλίας στιγματίζει το φεστιβάλ. Είναι λοιπόν και γι’ αυτό το λόγο που η ΠΕΚΚ αισθάνεται την ανάγκη να τιμήσει τον παθιασμένο θεατή –σινεφίλ: «Καθώς το σύγχρονο σινεμά δυναστεύεται από λογιστές ή γραφειοκράτες και η Αγορά επιβάλλει τους αδυσώπητους όρους της, η επιβίωση του καλού κινηματογράφου εξαρτάται απολύτως από την συνδρομή και την αφοσίωση του πλέον απαιτητικού θεατή».
Η 50η διοργάνωση δεν στιγματίστηκε όμως μόνο από την χρόνια αδυναμία της καλλιτεχνικής διεύθυνσης να αποτυπώσει με ακρίβεια και πιστότητα το παγκόσμιο κινηματογραφικό τοπίο. Ήταν επιπλέον και το γεγονός ότι η φετινή διοργάνωση παρασάγγες απείχε από τον πλούτο και το πλήθος των επιλογών που χαρακτήριζε τις προηγούμενες της παρούσας καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Φτωχή, θαμπή και μίζερη: αυτή ήταν η τελική εικόνα του Φεστιβάλ. Εντυπωσιοθηρία και ένα πνεύμα κυνισμού κρυβόταν πίσω από τους «λαμπρούς» εορτασμούς.
Κατά τα άλλα το πρόγραμμα τη 50ης διοργάνωσης σημαδεύτηκε από το κεντρικό αφιέρωμα στον Werner Herzog, έναν εμμονικό δημιουργό ο οποίος χάρις στο πνεύμα και τη δονκιχιωτική του αντίληψη για τα πράγματα κατόρθωσε να επιβιώσει των χρόνων της αναταραχής. «(..)Ένας γνήσιος αφηγητής ιστοριών και αμετακίνητος εξευρενητής των ορίων. Ο Βέρνερ Χέρτσογκ συνεχίζει να αναζητά επίμονα (ακόμα και εκεί έξω, στη μαύρη νύχτα), εκείνα τα μυστικά τοπία όπου μπορεί να κρύβονται εικόνες που (πιθανόν) να αποκαλύπτουν την εσώτερη αλήθεια του κόσμου μας» (Θωμάς Λιναράς, κείμενο στον κατάλογο). Το έτερο κεντρικό αφιέρωμα αφορούσε έναν παλιό γνώριμο του Φεστιβάλ, τον σέρβο Goran Paskaljevic έναν σκηνοθέτη που σε μια διαδρομή 40 χρόνων διαμόρφωσε «μια ανθρωποκεντρική κινηματογραφική γραφή που υπηρετεί τον κριτικό τρόπο με τον οποίο βλέπει και προσεγγίζει τον κόσμο»(Δημήτρης Κερκινός, κείμενο κατάλογο του Φεστιβάλ.
Το διεθνές διαγωνιστικό σημαδεύτηκε από την ταινία Σταυροδρόμια ζωής/ Ajami των Scandar Copti και Yaron Shani, μια πυκνή στην ύφανσή της απεικόνιση ενός πολυεθνικού και πολυπολιτισμικού τοπίου, την ρουμάνικη Μετάλλιο τιμής/ Medalia De Onoare του Calin Peter Netzer όπου οι εύθυμοι κωμικοί τόνοι μεταλλάσσονται σε γλυκόπικρους μελαγχολικούς με φόντο τις περίπλοκες οικογενειακές σχέσεις, τη μεξικάνικη Προορισμός: Βορράς/ Norteado του Rigoberto Perezcano μια ταινία για το πέρασμα από τον Τρίτο κόσμο στον Πρώτο. Παράλληλα το πρόγραμμα συμπλήρωσαν ταινίες όπως το Η μέρα που ο Θεός έφυγε ταξίδι/ Le jour ou dieu est parti en voyage του Philippe van Leeuw για την διαρκώς χαίνουσα πληγή μιας γενοκτονίας και η γερμανική Θα ΄ρθει η μέρα / Es kommt der tag της Susanne Schneider για τα φαντάσματα του παρελθόντος που ξαφνικά αναδύονται στην επιφάνεια και τέλος το κολομβιανό θρίλερ Το αίμα κι η βροχή/ La sangre y la lluvia του Jorge Navas μια σκοτεινή και απαισιόδοξη στην κατάληξή της ταινία περιπλάνησης ενός ζευγαριού μέσα σε μια άγρια νύχτα.
Ότι παρουσιάστηκε ως ελληνικό τμήμα ήταν ταινίες σκηνοθετών που διαχώρισαν τη θέση τους, για πολλούς και διάφορους λόγους, από την «Ομίχλη». Αυτό το γεγονός έδωσε την ευκαιρία στους θεατές να ‘ρθουν σε επαφή με κάποιες ενδιαφέρουσες (όσο και κρυφές) όψεις της ελληνικής παραγωγής: με τις ταινίες που συμμετείχαν στο παράπλευρο τμήμα Digital Wave. Ευέλικτο και φθηνό ως μέσο το ψηφιακό βίντεο δίνει συχνά την ευκαιρία για εναλλακτικές προσεγγίσεις: όπως η ταινία Το τελευταίο τραγούδι του Έλβις (Βασίλης Ραΐσης) που απεικονίζει μια νεανική κουλτούρα που το «επίσημο» ελληνικό σινεμά μοιάζει είτε να αγνοεί είτε να αποστρέφεται. Στο άλλο άκρο του ψηφιακού φάσματος υπήρχε η ταινία Empirical Data (Γιώργος Δρίβας). Αυτή η διαρκείας 47’ πειραματική ταινία «επιστημονικής φαντασίας» περιγράφει την περίπλοκη και συχνά διαταραγμένη σχέση ενός «ξένου» μ’ ένα νέο τόπο.
Το τμήμα Ημέρες Ανεξαρτησίας στην 5η χρονιά του φιλοξένησε δύο αφιερώματα. Το πρώτο στο σύγχρονο σινεμά των Φιλιππίνων: μια κινηματογραφία, που λόγω μιας «μάλλον συντηρητικής» αντίληψης (όπως αυτοκριτικά σημειώνει ο επιμελητής Λευτέρης Αδαμίδης) τα προηγούμενα χρόνια παράβλεψε (εκτός βέβαια του προφανούς Brillante Mendoza). Με σκηνοθέτες ήδη στην 4η & 5η ταινία και με διακρίσεις σε διεθνή φεστιβάλ, αυτή η γενιά σκηνοθετών άλλοτε αρνείται τα «κλισέ» μιας τριτοκοσμικής κινηματογραφίας (όπως συμβαίνει με το έργο των Lav Diaz, Raya Martin, Khavn De la Cruz) και άλλοτε τα εγκολπώνεται (όπως συμβαίνει με το “exotic chic” σινεμά των Mendoza, Adolfo Alix, Jr., Pepe Diokno). Το έτερο αφιέρωμα στις γιαπωνέζικες ταινίες ελαφρού πορνό pinku σημαδεύτηκε από τη λάθρα εισχωρήσασα στο αφιέρωμα εμβληματική ταινία United Red Army του Koji Wakamatsu, μια πιστή και ακριβή απεικόνιση της πορείας μιας εκ των οργανώσεων ένοπλου αγώνα στην Ιαπωνία την ταραγμένη δεκαετία του 60. Οι υπόλοιπες ταινίες του αφιερώματος υπακούουν σ’ ένα μάλλον παράδοξο όσο και περιοριστικό ορισμό του είδους pinku, όπως αυτός διατυπώνεται από το συν-επιμελητή Jasper Sharp στη συνοδευτική έκδοση: παρήχθησαν από ειδικευμένες στο είδος εταιρίες και προβλήθηκαν σ’ ανάλογους κινηματογράφους. Κάτι που πέραν όλων των άλλων είχε και ως προφανή συνέπεια την αγνόηση σημαντικών σκηνοθετών με θητεία στο είδος όπως οι παλαιότεροι Seijun Suzuki, Yasuzo Masumura, Naghisa Oshima και οι νεώτεροι Kiyoshi Kurosawa, Ryuichi Hiroki, Masayuki Suo, Yojiro Takita, Shinji Aoyama, Hisayasu Sato, Takahisa Zeze κ.λπ.
Το κυρίως πρόγραμμα του τμήματος αναπαρήγαγε τη συνήθη τυπολογία και τις εμμονές των προηγούμενων χρόνω: Το αφιέρωμα στο αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά (με πιο ενδιαφέρουσα εδώ την κορεάτικη Treeless Mountain), η συνήθης κορεάτικη «ταινία κοινού» (φέτος ήταν δύο: η μπαρόκ-trash ανάγνωση του βαμπιρικού μύθου Thirst του Park Chan-wook και το θρίλερ Madeo του γνώριμου μας Bong Joon-ho), η «πειραγμένη» γκέι ταινία (στο ρόλο φέτος η ινδονησιακή Blind Pig Want to Fly), το σινεμά του δημιουργού με τους συνήθεις υπόπτους -Ho Yuhang και Aleksei Balabanov-, η «ενοχική» αντιπολεμική- φιλειρηνική ταινία (Lebanon του ισραηλινού Samuel Boz), «θρησκευτική-ενορατική» ταινία (Lourdes και Hadewijc), η «καλλιτεχνική» (Between Two Worlds), η «rock» ταινία (Von Wegen) και το αγαπημένο είδος του τμήματος «κατάδυση στην σκοτεινή παιδική ηλικία» (A Brand New Life & Eamon). Φέτος το ανεπίσημο spotlight του τμήματος ήταν στο λατινοαμερικάνικο σινεμά (Pasaiso, Huacho, Gigante, Castro).
Όμως και φέτος η αληθινή αποκάλυψη βρισκόταν στο τμήμα Ματιές στα Βαλκάνια (υπεύθυνος Δημήτρης Κερκινός). Οι τέσσερις ρουμάνικες ταινίες που βρέθηκαν σ’ αυτό (Αστυνομία, ταυτότητα/ Politist, Adjectiv του Corneliu Porumboiu, Το πιο ευτυχισμένο κορίτσι στον κόσμο/ Cea mai fericită fată din lume του Radu Jude, Πρώτα απ’ όλα η Φελίτσια/ Felicia inainte de toate των Razdan Radulascu & Melissa de Raaf’s συμπεριλαμβανόμενης και της ταινίας Μετάλλιο τιμής/ Medalia De Onoare, προσωπική ανακάλυψη του υπευθύνου του τμήματος Δημήτρη Κερκινού) αποστρέφονται τις ευκολίες ενός φτηνού μελοδραματισμού ή την εντυπωσιοθηρία. Μινιμαλιστικές στην αισθητική τους οι ταινίες αυτές εστιάζουν στον άνθρωπο και τα συναισθήματα του, με φόντο πάντα το οικογενειακό τοπίο. Βαθύτατα ουμανιστικός και ηθικός ο κινηματογράφος αυτός συνιστά το μόνο φάρο που φωτίζει έναν τοπίο βρίθει κυνισμού.
Δημήτρης Μπάμπας
Υ.Γ. Το πρόγραμμα συμπλήρωνε το τμήμα Focus (υπεύθυνος Κωνσταντίνος Κοντοβράκης) με ταινίες που περιστρεφόταν γύρω από την έννοια Post- Romance, για τον έρωτα μέσα σε έναν κόσμο περίπλοκο -εδώ ξεχώρισε μια διασκευή magna το Air Doll του Hirokazou Kore-Eda. Το τμήμα Πειραματικό Φόρουμ (υπεύθυνος Βασίλης Μπουρίκας) μ’ ένα αφιέρωμα στο γιουγκοσλαβικό πειραματικό σινεμά αλλά και σε «οραματιστές αντεργκράουντ καλλιτέχνες» παλαιότερους όπως οι Carmelo Bene, Timothy Carey, Jeff Keen, Ljubomir Simunic, αλλά και σύγχρονους όπως ο Harun Farocki. Στις παράπλευρες εκδηλώσεις του Φεστιβάλ επίσης υπήρχε η 5η Αγορά με τα τμήματα Balkan Fund (ταμείο ανάπτυξης σεναρίου), Crossroads (φόρουμ συμπαραγωγών) και το Salonika Studio /Four Corners (εκπαιδευτικό εργαστήρι).