istanbul-2016.jpg

Right Now, Wrong Then, Hong Sang-soo
Απομακρυνόμενος από τις (όχι και τόσο) ελαφρές στο ύφος κωμωδίες του, ο Hong Sang-soo στην 17η ταινία του εστιάζει για ακόμα μια φορά στις πολλές και διαφορετικές εκδοχές της αφηγηματικής διαδικασίας, στις περιπέτειες που προκαλούνται από τις εναλλαγές (και τις παραλλαγές) της αφηγηματικής οπτικής.
Εδώ η ταινία χωρίζεται σε δύο μέρη, όπου το ένα είναι μια παραλλαγή του άλλου, μια κατά κάποιον τρόπο αντανάκλαση μιας ιστορίας σ' έναν μάλλον θολό και λίγο παραμορφωτικό καθρέφτη. Ωστόσο, εδώ η σχέση μεταξύ δύο μερών είναι κάτι πέρα από μια απλή αντανάκλαση: πολύ πιο οργανική και ουσιαστική. Η ιστορία, την αφήγηση της οποίας παρακολουθούμε ως συνήθως και στα δύο μέρη, με κάποιες μικρές παραλλαγές έχει στο κέντρο έναν σκηνοθέτη που φθάνει στη Suwon, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Νότιας Κορέας -είναι η φωνή του που αφηγείται την ιστορία. Είναι προσκεκλημένος για να προλογίσει την προβολή μιας ταινίας του, αλλά όπως συμβαίνει σε κάθε ταινία του σκηνοθέτη, γρήγορα θα εμπλακεί σε αισθηματικές περιπέτειες: αυτή τη φορά το αντικείμενο του πόθου είναι μια νεαρή ζωγράφος. Την εξέλιξη του φλερτ παρακολουθεί η αφήγηση: ατελέσφορου στο πρώτο μέρος, όχι και τόσο στο δεύτερο...
right-now-wrong-then.jpgΗ ταινία μοιάζει να είναι ένα από τα πολλά επεισόδια της ζωής ενός χαρακτήρα: αυτού του 40χρονου διανοούμενου για τον οποίο ο ερωτικός πόθος καθορίζει τις πράξεις του. Εγωκεντρικός, ναρκισσιστής και υστερόβουλος όσον αφορά τα ερωτικά του, ο ήρωας ως συνήθως παγιδεύεται από τις περιπλοκές του φλερτ και από τον πόθο του: οι συναντήσεις στα καφέ, τις ταβέρνες, οι περιπλανήσεις στην πόλη -όλα κατατείνουν σ' ένα στόχο, στην ερωτική κατάκτηση της γυναίκας. Οι δύο παρόμοιοι, αλλά διαφορετικοί ως προς την κατάληξή τους τίτλοι των δύο μερών είναι ενδεικτικοί της σκηνοθετικής διαχείρισης: η πρώτη τιτλοφορείται Right Now, Wrong Then και εδώ αναγνωρίζουμε τους σαρκαστικούς τόνους του σκηνοθέτη, ενώ η δεύτερη Right Then, Wrong Now, όπου η οπτική είναι περισσότερο δραματική.
Ό,τι όμως αναδεικνύεται ως ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στις δύο παραλλαγές της ίδιας ιστορίας είναι η ειλικρίνεια και η καθαρότητα στην στάση του άνδρα ως ο καθοριστικός παράγοντας της σχέσης άνδρα -γυναίκα. Από αυτό το σημείο προκύπτει και το διαφορετικό ύφος και κατάληξη των παραλλαγών: θολό, γεμάτο σκιές και εστιασμένο στην ανδρική παθολογία το πρώτο μέρος. Σαφές, διαυγές και καθαρό, όπως ο κρύος χειμωνιάτικος αέρας το δεύτερο μέρος. Εδώ υπάρχει η κάθαρση...
keeper.jpg
Keeper, Guillaume Senez
Δύο είναι τα κεντρικά πρόσωπα σ' αυτήν την βελγική ταινία: ο Maxime και η Mélanie, δύο 15χρονοι που ξαφνικά βρίσκονται αντιμέτωποι με τα βάρη και τα διλήμματα της ενήλικης ζωής. Η Mélanie είναι έγκυος και το ζευγάρι μετά από πολλούς δισταγμούς αποφασίζει να κρατήσει το μωρό. Όμως η διαδρομή της εγκυμοσύνης δεν είναι απρόσκοπτη: δεν είναι μόνο τα βάρη της πατρότητας και της μητρότητας που μοιάζουν ασήκωτα για τους νεαρούς ώμους των δύο πρωταγωνιστών, αλλά και οι αντιρρήσεις των γονιών τους, όπως επίσης και τα όνειρα που οι ίδιοι κάνουν για το μέλλον τους.
Ο σκηνοθέτης σ' αυτήν την πρώτη του ταινία επιλέγει να παρακολουθήσει από κοντά τους δύο νεαρούς ήρωες με τους τρόπους ενός ρεαλιστικού σινεμά: κάμερα στο χέρι που ακολουθεί τους ήρωες, καθώς προσπαθούν απεγνωσμένα να βρουν ισορροπίες ανάμεσα στο νεαρό της ηλικίας τους και τις βαριές ευθύνες της επερχόμενης γονεϊκότητας. Εστιάζει ωστόσο λιγότερο στη νεαρή έγκυο και περισσότερο στο νεαρό ήρωα, ένα φιλόδοξο τερματοφύλακα (εξ ου και ο αγγλικός τίτλος της ταινίας). Καταγράφει η αφήγηση τη σταδιακή του μετάβαση από τον κόσμο της ανεύθυνης ανέμελης νεανικής ζωής προς το σύμπαν των ενήλικων διλημμάτων (... και των θυσιών που αυτά συνεπάγονται). Και μοιάζει να είναι αυτό το βάρος των διλημμάτων (...και των θυσιών) πουστο τέλος λυγίζουν κυρίως τη νεαρή ηρωίδα. Χωρίς ίχνος μελοδραματοποίησης, ο σκηνοθέτης σκιαγραφεί το αληθινό δράμα δύο προσώπων που περνούν ξαφνικά και χωρίς προετοιμασία στο κατώφλι της ενήλικης ζωής.
peace-to-us-in-our-dreams.jpg
Peace to Us in Our Dreams, Šarūnas Bartas
Η 8η ταινία του Λιθουανού δημιουργού, βυθίζει τον θεατή της μέσα σαγηνευτικό, σχεδόν υπνωτικό τοπίο της υπαίθρου του βορρά.
Ένας εξοχικό στις όχθες μιας λίμνης. Ένας πατέρας (το ρόλο υποδύεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης) και η κόρη του (στο ρόλο η αληθινή κόρη του σκηνοθέτη Ina Marija Bartaite). Η σύντροφός του, μια βιολονίστα (το ρόλο υποδύεται η μουσικός Lora Kmieliauskaite). Ένας νεαρός που κλέβει ντομάτες, και ο ηλικιωμένος γείτονας.
Πρόσωπα που λυγίζουν υπό το βάρος των αισθήσεων, των συναισθημάτων, των σκέψεων, των επιλογών της ζωής. Διαδρομές ανάμεσα στα πρόσωπα που άλλοτε διασταυρώνονται και άλλοτε αποκλίνουν. Σχέσεις με εντάσεις, φωτοσκιάσεις. Εικόνες από φθαρμένες βιντεοκασέτες με μια παρελθούσα οικογενειακή ζωή (με τη φιγούρα της Katia Golubeva). Τόνοι εξομολογητικοί (... και μάλλον αυτοβιογραφικοί;).
Μνήμες από το σινεμά του Tarkovsky, αλλά και του Ingmar Bergman. Αλλά και ένα πνεύμα αυτοσχεδιασμού. Ήχοι κλασικής μουσικής συμπλέκονται με τις εικόνες και τους θορύβους μιας επιβλητικής φύσης. Ό,τι όμως στο τέλος κυριαρχεί στις εικόνες της ταινίας είναι το ανθρώπινο πρόσωπο. Και το δάσος, ο άνεμος, η βροχή, η λίμνη... η φύση. Μαγευτική και επιβλητική...
chantal-akerman.jpg
I Don’t Belong Anywhere – The cinema of Chantal Akerman, Marianne Lambert
Ένα πορτραίτο μιας σημαντικής μορφής του σύγχρονου σινεμά, το ντοκιμαντέρ αυτό αποκαλύπτει τα τραύματα, τις πληγές αλλά και τις δημιουργικότητες της Chantal Akerman.
Σκηνοθέτις ταινιών που συχνά διαπερνούν τα σύνορα του πειραματικού, αυτοβιογραφικού σινεμά, η δημιουργός των Je Tu Ill Elle (1974), News from Home (1976), Le Rendez-vous d' Anna (1974), και φυσικά του εμβληματικού Jeanne Dielman, 23, Quai de Commerce (1975) έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 65 χρονών, πάσχοντας από κατάθλιψη, λίγο μετά το θάνατο της μητέρας της.
Η Marianne Lambert παρακολουθεί την Chantal Akerman, τόσο στα γυρίσματα της τελευταίας ταινίας No Home Movie (2015) , όσο και πέρα από αυτήν: την ακολουθεί στις Βρυξέλλες, το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη, το Τελ Αβιβ. Αφηγείται τα της ζωής, αλλά κυρίων τα των ταινιών της. Ενώ πρόσωπα όπως η ηθοποιός Aurore Clément και ο σκηνοθέτης Gus Van Sant, υπογραμμίζουν τις ποιότητες της δημιουργίας της, τόσο τις αυτοβιογραφικές όσο και τις σκηνοθετικές. Τέλος, στις εικόνες του η σκηνοθέτις δίνει τον λόγο και στην Chantal Akerman: Εξηγεί τα της σκηνοθετικής ταυτότητάς της -”πρέπει οι θεατές να αισθανθούν το πέρασμα του χρόνου”, υπερασπιζόμενη τους αργούς αφηγηματικούς ρυθμούς των ταινιών της. Αλλά κυρίως αποκαλύπτει το τραύμα: τη σχέση με τη μητέρα, επιζούσα του ολοκαυτώματος. Πρόσωπο που τη στιγμάτισε -εξάλλου σ' αυτήν είναι αφιερωμένη η τελευταία της ταινία No Home Movie (2015) – η μητέρα της Chantal Akerman, σκιάζει αναπόφευκτα και τις εικόνες αυτού του ντοκιμαντέρ...
family-film.jpg
Family Film, Olmo Omerzu
Αν και σε μια πρώτη προσέγγιση η ταινία μοιάζει ως ένα ακόμα οικογενειακό δράμα (που ακολουθεί τις τηλεοπτικούς τρόπους), ωστόσο κάποιες απροσδόκητες ανατροπές την ωθούν στους χώρους της ειρωνείας και του σαρκασμού.
Μια εύπορη μεγαλοαστική οικογένεια. Ο πατέρας και η μητέρα (και ο σκύλος τους) αναχωρούν για ένα ταξίδι στους τροπικούς. Πίσω στο σπίτι, χωρίς καμία γονεϊκή επίβλεψη, ο γιος και η κόρη, στην εφηβεία καλούνται να διαχειριστούν μόνοι τους την καθημερινότητα τους. Οι κακές παρέες γρήγορα θα αποδειχτούν ότι συνιστούν έναν αληθινό κίνδυνο, ιδίως για τον με εύθραυστη υγεία γιο. Είναι ο θείος που αναλαμβάνει τη φροντίδα των δύο εφήβων. Όταν οι γονείς θα βρεθούν στο μέσο μιας τροπικής καταιγίδας, τότε οι εξελίξεις θα πάρουν μια άσχημη τροπή...
H αφήγηση επικεντρώνεται κυρίως στη Πράγα και στους δύο νέους -οι γονείς παρουσιάζονται μόνο μέσω Skype. Εδώ υπάρχουν οι συνήθεις εντάσεις ενός τηλεοπτικού οικογενειακού δράματος (αλλά και οι ανατροπές του), όμως παράλληλα υπάρχει και ένα στοιχείο που ανατρέπει όλα τα προηγούμενα και διαποτίζει την ταινία με τους τόνους μιας “τσέχικης” στην υφή της ειρωνείας. Είναι ο σκύλος της οικογένειας και οι περιπέτειες του που έρχονται σιγά -σιγά στο κέντρο της αφήγησης, διεκδικώντας την προσοχή των θεατών. Σημείο και ενσάρκωση του βαθύτερου οικογενειακού πνεύματος, ο σκύλος (και οι ταλαιπωρίες που υφίσταται) αποσταστασιοποιούν τον θεατή και τον κάνουν να κοιτάζει μ' ένα λοξό βλέμμα τα διαδραματιζόμενα. Και είναι γι' αυτό που η ταινία ξαφνικά μετατοπίζεται, και από μια “οικογενειακή ταινία” γίνεται ξαφνικά μια ταινία για ένα ζώο, για τις περιπέτειες (αναμφίβολα δραματικές) ενός σκύλου. Έτσι στο τέλος, η επανένωση της οικογένειας δεν μοιάζει να είναι παρά το φυσιολογικό αποτέλεσμα ενός “σκυλίσιου πείσματος”...
undreground-fragrance.jpg
Underground Fragrance, Song Peng-Fei
Ερείπια, Κατεδαφίσεις. Ένας νεαρός που συλλέγει αντικείμενα μέσα στα ερείπια. Τυφλώνεται προσωρινά εξαιτίας ενός ατυχήματος. Ένα ζευγάρι μεσηλίκων που περιμένει την αποζημίωση της απαλλοτρίωσης για να αγοράσει ένα διαμέρισμα. Μια νεαρή χορεύτρια Lap Dance σ' ένα κλάμπ. Εσωτερικοί μετανάστες σε αναζήτηση καλύτερης ζωής στο Πεκίνο. Κατοικίες σαν κατακόμβες, στα υπόγεια πολυκατοικιών. Το παιχνίδι της ερωτικής προσέγγισης και της οικειότητας ανάμεσα στον νεαρό και την κοπέλα.
Με φόντο το οικιστικό -τις κατεδαφίσεις των παλιών συνοικιών και τις ανεγέρσεις πολυκατοικιών -, η αφήγηση εστιάζει σε πρόσωπα που βρίσκονται στο κέντρο του ζητήματος. Εικόνες ενός αστικού τοπίου που διαρκώς αλλάζει, οι άνθρωποι μέσα σ' αυτόν, η περιπλάνηση μέσα σ' αυτόν. Αστική κινητικότητα και συναισθηματικοί δεσμοί χωρίς προοπτικές. Οι δρόμοι και οι πολυκατοικίες.
Πρόσωπα χωρίς μόνιμη κατοικία, εγκλωβισμένα σε μια προσωρινότητα, σχεδόν φυλακισμένα μέσα στα χαμηλοτάβανα υπόγεια. Αυτός ο χώρος -το κατάλυμα των ηρώων, όπου μέσα στον οποίο διαδραματίζεται ένα μεγάλο μέρος της δράσης-, έχει μια ισχυρή μεταφορική διάσταση: είναι ο εγκλωβισμός, η καθήλωση των ηρώων σ' αυτόν, μια ένδειξή για την ταξική θέση (και την απουσία κάθε είδους προοπτικής) των ηρώων. Το αίτημα γι' αυτά τα πρόσωπα είναι η (κοινωνική) άνοδος: να ζήσουν σε πολυκατοικίες.
Ένας μελαγχολικός τόνος -σχεδόν καταθλιπτικός- επιβάλλεται σταδιακά στην αφήγηση. Είναι η  εικόνα, η ζωή τα όνειρα και οι  προσδοκίες της εργατικής τάξης, ό,τι βλέπουμε.
death-in-serajevo.jpg
Death in Sarajevo, Danis Tanović
1914. Σαράγιεβο. Η πόλη απ' όπου ξεκίνησε το Α! Παγκόσμιος Πόλεμος. Το εναρκτήριο επεισόδιο: η δολοφονία του αυστριακού Αρχιδούκα Φερδινάνδου κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του στην πόλη. Τώρα 100 χρόνια μετά το γεγονός, η πόλη θυμάται το ιστορικό της παρελθόν. Οι εκδηλώσεις φέρνουν έναν πλήθος ξένων επισκεπτών στην πόλη και τηλεοπτικά αφιερώματα διοργανώνονται. Κέντρο όλων ένα ξενοδοχείο. Και περιστατικό που πυροδοτεί την αφήγηση και δημιουργεί τις δραματικές εντάσεις η επικείμενη απεργία του προσωπικού του ξενοδοχείου, που απειλεί να τινάξει στον αέρα τα πάντα.
Τα σαλόνια και τα δωμάτια, η κουζίνα και τα πλυντήρια, τα γραφεία και οι διάδρομοι, το υπόγειο καζίνο, το πάρκινγκ, η ταράτσα όπου ένα τηλεοπτικό συνεργείο αναμεταδίδει ένα αφιέρωμα στα γεγονότα του παρελθόντος. Η αφήγηση παρακολουθεί μια ομάδα προσώπων -εργαζόμενων φιλοξενούμενων αλλά και επισκεπτών- που κινούνται μέσα σ' αυτόν τον περιορισμένο χώρο και καταγράφει τις εντάσεις. Ο σκηνοθέτης σχεδιάζει μια πινακοθήκη χαρακτήρων και εστιάζει στις αφηγηματικές τους διαδρομές όταν αυτές τέμνονται, στις μεταξύ τους σχέσεις. Όπως είναι προφανές, η θέση του καθενός μέσα στον χώρο του ξενοδοχείου, αλλά και οι διαδρομές που διανύει μέσα σ' αυτόν, προσδιορίζει, κατά κάποιο τρόπο όχι μόνο την ταξική του θέση, αλλά και τη βαρύτητα που έχει σαν πρόσωπο στη δραματική πλοκή.
Το σχήμα του ξενοδοχείου χρησιμοποιείται για να περιγράψει όχι τόσο μια ταξική κοινωνική δομή αλλά ένα καθεστώς αναγκαστικής συνύπαρξης, μια κατάσταση όπου η συνύπαρξη των διαφορετικών πυροδοτεί εντάσεις. Και αυτό είναι ακριβώς που συμβαίνει καθώς η αφήγηση προχωρά. Στην κορύφωσή της, η αίσθηση του τραγικού, δηλαδή ότι το κακό είναι αναπόφευκτο να συμβεί ξανά, επικαλύπτει με μια αίσθηση ματαιότητας και αναπόδραστου ό,τι έχει συμβεί. Εδώ είναι Βαλκάνια: ο ιστορικός χρόνος δεν προχωρά γραμμικά, αλλά κυκλικά. Και η ιστορία είναι καταδικασμένη να επαναλαμβάνεται -όχι ως κωμωδία-, αλλά πάντα ως τραγωδία. Είτε συλλογική, είτε ατομική...

Δημήτρης Μπάμπας