Shu'our akbar min el hob (A Feeling Greater Than Love), Mary Jirmanus Saba
Δύο απεργίες με αιματηρή κατάληξη τη δεκαετία του 70 στο Νότιο Λίβανο βρίσκονται στο κέντρο σ' αυτό το ντοκιμαντέρ. Ωστόσο δεν συνιστούν και το κέντρο βάρους του: Αυτό είναι η ιστορία της χώρας, μιας χώρας βαθύτατα διαιρεμένης και η ιστορική ήττα της Αριστεράς της.
Τα βήματα μιας ακμαίας ηλικιωμένης και αυτοεξόριστης ακτιβίστριας ακολουθεί η σκηνοθέτις: επιστρέφει πίσω στη πατρίδα της, συναντάται με τους παλιούς συναγωνιστές της, αναθυμούνται μαζί τα τραυματικά επεισόδια και της δυσκολίες της επαναστατικής δράσης, στοχάζονται για το παρελθόν της χώρας. Στο κέντρο των αφηγήσεων τους παραμένουν πάντα οι δύο σημαδιακές απεργίες του 1973 και ό,τι προηγήθηκε και ό,τι έπεται αυτών.
Εδώ δεν έχουμε όμως με μια περίπτωση καταγραφής του ιστορικού παρελθόντος τύπου “Talking head”. Σκηνές από ντοκιμαντέρ και ταινίες μυθοπλασίας διακόπτουν την αφήγηση και διανθίζουν τον αφηγηματικό λόγο. Ενώ μεσότιτλοι με την παρέμβαση της σκηνοθετίδος (από τις οποίες κάποιες φορές δεν απουσιάζει μια χιουμοριστική διάσταση) μοιάζουν να κατευθύνουν το λόγο και τη ρητορική του. Το πλούσιο και πολυποίκιλο κοινωνικό τοπίο, το πολύχρωμο εθνοτικό μωσαϊκό του Λιβάνου, αλλά και το πνεύμα της εποχής -βρισκόμαστε σε “επαναστατικούς καιρούς”, υπό την επιρροή του Μάη του 68- έρχονται πολύ συχνά στο προσκήνιο υπερκαλύπτοντας του πολιτικό, αριστερό λόγο, και τις συνήθεις διελκυστίνδες της αριστεράς.
Όμως είναι και τα πρόσωπα των ομιλούντων που σκιάζουν συχνά τα προηγούμενα: γεμάτα ρυτίδες μοιάζουν να προσωποποιούν τις ήττες και τα αδιέξοδα της Λιβανέζικης αριστεράς -ας μην ξεχνάμε ότι αμέσως μετά από τις δύο απεργίες η χώρα βυθίστηκε σ' ένα αιματηρό εμφύλιο και ανάμνηση της εργατικής αλληλεγγύης σαρώθηκε.
Με μια εξαίρεση, αυτής της κεντρικής πρωταγωνίστριας. Το λαμπερό και αρυτίδωτο πρόσωπο της μοιάζουν ένα μυστήριο: χωρίς τα σημάδια του χρόνου δείχνει μια γυναίκα σε κατάσταση ηρεμίας, συμφιλιωμένης με τον εαυτό της και την ιστορία. Ίσως και γι' αυτό είναι αυτοεξόριστη. Επειδή δεν αρνήθηκε να δώσει όλες της μάχες της ζωής. Και επειδή αποδέχθηκε τις ήττες της...
Mzis qalaqi (City of the Sun), Rati Oneli
Κατάδυση σ' ένα τοπίο ζοφερό, σ' ένα τόπο όπου η ανθρώπινη παρουσία είναι χαμένη μέσα στα ερείπια και τα χαλάσματα το ντοκιμαντέρ αυτό από την Γεωργία είναι καταγραφή μιας ατμόσφαιρας, και ενός τόπου στοιχειωμένου.
Η Chiatura είναι μια κωμόπολη της Δ. Γεωργίας κάποτε παγκοσμίως γνωστή για τα κοιτάσματα μαγνήσιου. Παρ' όλα το ορυχείο εξακολουθεί να είναι εν λειτουργία ωστόσο η πόλη δείχνει έρημη. Ο σκηνοθέτης ακολουθεί τρία πρόσωπα στις δραστηριότητες τους: έναν ηλεκτρολόγο των ορυχείων και μέλος ερασιτεχνικού θιάσου, δύο νεαρές αθλήτριες που προετοιμάζονται για τους Ολυμπιακούς και ένα εργάτη κατεδαφίσεων και δάσκαλο μουσικής. Ο σκηνοθέτης ακολουθώντας κατά πόδας αυτά τα πρόσωπα καταγράφει ουσιαστικά λιγότερο τις ζωές τους και περισσότερο μια τοπογραφία. Οι μνήμες από τα Jia Zhang -Ke διαρκώς παρούσες: αυτό το ντοκιμαντέρ γειτνιάζει με τις ταινίες -24 City και Still Life - και την ισχυρή αίσθηση της τοπικότητας και παρακμής που τις στιγμάτιζε. Ό,τι αναδύεται από αυτή την καταγραφή του ανάγλυφου και του χώρου είναι η παρακμή, η διάλυση, η απουσία κάθε ζωτικότητας, μια ερήμωση εν εξελίξει. Η ανθρώπινη παρουσία μοιάζει σιγά- σιγά να εξαχνώνεται μέσα στον χώρο και ο τόπος σταδιακά να οδηγείται στην ερήμωση.
Είναι γι' αυτό το λόγο που οι ζωές αυτών των ανθρώπων σ' αυτή την πόλη χωρίς ήλιο που αποκτούν μια αξία. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που ο σκηνοθέτης εστιάζει σε ανθρώπους αγωνίζονται να υπερβούν τα ερείπια: το καθένα από αυτά τα πρόσωπα προσπαθεί να ζήσει το όνειρο του: του θεάτρου, της μουσικής ή του αθλήτισμού.
Ό,τι εν τέλει εικονογραφεί ή σκηνοθεσία είναι το ανθρώπινο όνειρο, την ελπίδα, τη δημιουργία εν μέσω των ερειπίων. Το ανθρώπινο προόσωπο με φόντο την καταστροφή διαρκώς εν εξελίξει.
Mon rot fai (Railway Sleepers), Sompot Chidgasornpongse
Καταγραφή ενός μεταφορικού μέσου εν πλήρει λειτουργία, το ντοκιμαντέρ αυτό προστίθεται στα άλλα πρόσφατα που εστιάζουν στην ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του σιδηροδρόμου.
Η χώρα είναι η Ταϊλάνδη και ο χώρος είναι πάντα ένα επιβατικό τραίνο εν κινήσει. Όχι το ίδιο τραίνα επαρχιακά, αλλά σε γραμμές πιο κεντρικές. Τραίνα που ταξιδεύουν την ημέρα, αλλά και τη νύχτα. Τα πρόσωπα οι επιβάτες του: της πρώτης θέσης, της δεύτερης θέσης. Επιβάτες επαρχιώτες, τουρίστες, μαθητές, οικογένειες, στρατιώτες. Πωλητές στους σταθμούς που διαλαλούν το εμπορεύματος, τους πωλήτριες που πωλούν Καζαμίες και ωροσκόπια, μαθητές που κάνουν τις σχολικές εργασίες εν κινήσει. Καταγραφές προσώπων και των μικρών στιγμών τους εν ώρα ταξιδιού.
Ο σκηνοθέτης τοποθετεί την κάμερα του μέσα στο βαγόνι. Καμιά κίνηση της κάμερας. Όμως ό,τι κινείται είναι όλα τα άλλα: το τοπίο έξω που διαρκώς αλλάζει, ο κόσμος που πηγαινοέρχεται , οι ώρες -από τη αυγή μέχρι τη βαθιά νύχτα-και τα βαγόνια άλλοτε πολυτέλειας και άλλοτε λαϊκά.
Δοξαστικό σ' ένα μέσο μεταφοράς που διαρκώς χάνει έδαφος από την κυριαρχία του αυτοκινήτου, το τρένο στον ατομισμό του προηγούμενου αντιπαραθέτει τη κοινοτική ζωή και τη συλλογική εμπειρία: αυτή έξαλλου καταγράφεται από τον σκηνοθέτη. Αν και καμιά πρωτοτυπία δεν μπορούμε να διακρίνουμε στη σκηνοθετική αντίληψη, ωστόσο όλα τα προηγούμενα συνιστούν και την ιδιοτυπία αυτού τον ντοκιμαντέρ: είναι η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του τόπου που εισβάλλει και καταλαμβάνει τις εικόνες.
Δημήτρης Μπάμπας